Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Κ. Κρυφές ματιές στην..Άβυσσο



Κ αζαντζάκης Νίκος!

Η αγωνία ενός…Γρέκο.

Από την.. αναφορά...

Φθάσε εκεί που μπορείς!
Φθάσε εκεί που δεν μπορείς!

Κάθε εποχή έχει και το δικό της πρόσωπο.
Το πρόσωπο της εποχής μας είναι άγριο.
Ψυχές ντελικάτες δεν τολμούν να το κοιτάξουν κατάματα.


Ο Οδυσσέας, αυτός που αρμενίζει απάνω στους δεκαεφτασυλλαβους που γράφω, πρέπει, με τέτοια μάτια να κοιτάζει την άβυσσο.
Χωρίς ελπίδα και φόβο, μα και χωρίς αναίδεια.

Όρθιος στην άκρη του γκρεμού!

Όλο αγωνίες, εφιάλτες και ρωτήματα ήταν η νιότη μου.
Όλο μισές αποκρίσεις η αντρίκεια μου ηλικία.

Κοίταζα τα’αστρα. Κοίταζα τους ανθρώπους, Κοίταζα τις ιδέες, τι χάος!
Κι’αναμεσα τους, τι αγωνία να κυνηγάς τον θεό, το γαλάζιο πουλί με τα κόκκινα νύχια!
Έπαιρνα ένα δρόμο, έφτανα στα άκρα του, άβυσσος.
Γύριζα πίσω τρομαγμένος, Έπαιρνα ένα άλλο δρόμο, έφτανα στα άκρα του, πάλι άβυσσος
Ξανάρχιζε η φυγή κι η καινούργια πορεία, κι έξαφνα να ξεχάσκιζε πάλι μπροστά μου, η ίδια άβυσσο.
Όλοι οι δρόμοι του νου έφερναν στην άβυσσο.


Πανικός κι ελπίδα οι δυο πολοι,όπου περιστρεφόταν μέσα στον αέρα, η νιότη μου και η αντρίκεια ζωή μου.
Μα τώρα, στα γεραματα,στεκουμαι ομπρός στην άβυσσο ήσυχα, άφοβα,δεν φεύγω πια, δεν εξευτελίζομαι.

Όχι εγώ , ο Οδυσσέας που πλάθω, τον δημιουργώ ν’αναντιάζει με γαλήνη την άβυσσο και δημιουργώντας, τον μάχομαι να του μοιάσω.


Δημιουργούμαι κι εγώ.
Μπιστευουμαι στον Οδυσσέα,
Είναι όλες μου οι λαχταρες.


Ειναι το καλούπι που σκαλίζω να χυθεί ο μελλούμενος άνθρωπος.
.
Ότι λαχτάρισα και δεν μπόρεσα, αυτός θα μπορέσει.
Ξόρκι
που σαγηνεύει τις σκοτεινές και φτερωτές δυνάμεις που δημιουργούν το μελλούμενο.
Καλομελετά κι ερχεταιι
.Ερχεται ποιος;
Ο δημιουργούμενος Οδυσσέας.


Αυτός είναι το Αρχέτυπο!


Η ευθύνη του δημιουργού είναι μεγάλη.
Ανοίγει δρόμο, που μπορεί να μαυλίσει το μελλούμενο και να το κάνει να πάρει απόφαση

Στράφηκα στον αμίλητο σύντροφο, δεξιά μου:
-Καπετάν Οδυσσέα, είπα, φθάσαμε;
Ο καιρός μου φαίνεται σταμάτησε, σαν νάγινε αιωνιότητα, κι’ο τόπος τυλίχτηκε στην χούφτα μου σαν παλιά περγαμηνή κι η λύτρωση, αυτό που λέγαμε λύτρωση κι απλώναμε απελπισμένοι στον ουρανό τα χέρια να την φθάσουμε, ένα κλωνί γίνηκε βασιλικός στο αυτί μου..
Ο σύντροφος ανάσανε βαθιά και χαμογέλασε..
-Λυτρώθηκες από την λύτρωση, είπε κι η φωνή του ήταν τραχιά, βραχνιασμένη από τους αέρηδες της θάλασσας.
Λυτρώθηκες από την λύτρωση, ετούτος είναι ο πιο αψηλός άθλος του ανθρώπου.
Τέλεψε η θητεία σου στην ελπίδα και στον φόβο.

Έσκυψες στην άβυσσο κι είδες αναποδογυρισμένο το είδωλο του κόσμου και δεν τρομαξες.

Θυμασαι;
-Τώρα φθάσαμε ; είπα συγκινημένος
-Φθάσαμε; Έκανε αυτός ξαφνιασμένος,
Τώρα ξεκινούμε, Χωρίς καράβι, Χωρίς θάλασσα, Χωρίς κορμί! Λεύτεροι!

Τέλεψες το χρέος σου . Γέννησες ένα γιο ,ανώτερο σου


Στάσου εδώ σημαδούρα,
εγώ θα πάω πιο πέρα…

Τρεις προσευχές
Α. Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε, τέντωσε με αλλιώς θα σαπίσω.
Β. Μη με παρατεντώσεις Κύριε,θα σπάσω.
Γ. Παρατέντωσέ με Κύριε κι’ας σπάσω

Ποιά θα διαλέγατε;


Γρέκο Λεόν
21ος Αιών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιατί δεν γίνεσαι η αλλαγή... που θέλεις να δεις στον κόσμο;