Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Μήνυμα του Θουκυδίδη προς τους Έλληνες


Ο δε πόλεμος... βίαιος διδάσκαλος
 Αγαπητοί μου συνέλληνες,
η ιστορία επαναλαμβάνεται συνήθως σαν φάρσα, τραγωδία ή νομοτελειακή ομοιοκαταληξία. Ο έξυπνος άνθρωπος μαθαίνει από τα λάθη του, ο σοφός, από τα λάθη των άλλων. Λαοί και άνθρωποι κάνουν λάθη και μόνο όποιος δεν κάνει τίποτα, δεν κάνει λάθος. Λάθος με λάθος όμως έχει διαφορά και κρίνεται με ιστορική ουδετερότητα, αξιολογώντας τις συνθήκες τις συγκυρίες και το πνεύμα της εποχής των ανθρώπων και των λαών που κυοφορούνται εντός του.
Η ιστορία κύκλους κάνει, χορεύοντας τον αέναο χορό της συνείδησης και η ανθρώπινη φύση δύσκολα αλλάζει. Δύσκολα γιατί ο άνθρωπος έχει "το ζώο" μέσα του, τις φυσικές ανάγκες και το βασικό ένστικτο το οποίο δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Αλλά έχει και  το πνεύμα που πρέπει να εξερευνήσει και να εξελίξει. Αυτή είναι η αντίφαση μέσα του, το πνεύμα και το ζώο.Αυτό είναι  και το μαρτύριο του. Πως να τα ισορροπήσει; Η πρόκληση και το στοίχημα.
Το ζώο είναι ζώο, θα φάει, θα κοιμηθεί, θα συνουσιασθεί, θα κυνηγήσει την τροφή αλλά ποτέ δεν θα σκεφτεί.Δεν έχει νου,  για αυτό δεν έχει και μέτωπο, όπως ο άνθρωπος. Το ζώο μπορεί να στεναχωρηθεί, να λυπηθεί αν χάσει τον αφέντη του αλλά δεν μπορεί ποτέ να γελάσει,συνειδητοποιώντας το παράλογο μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γνωρίζει αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί. Ο άνθρωπος σκέπτεται, αλλά δεν γνωρίζει πάντα.
"Οἱ καιροὶ οὐ μενετοί" : Οι καταστάσεις δεν περιμένουν. Σήμερα ζείτε σε παράξενους καιρούς και ζούμε και εμείς οι αρχαίοι πολεμιστές μαζί σας, όσο καιρό μας θυμάστε, μας μνημονεύετε  και μας συμβουλεύεστε.
Παράξενοι , γιατί ζείτε μέσα από ένα καθρέφτη μεγάλης αυτοανάκλασης μιας εικονικής  οργουελικής πραγματικότητος που όλα μετατρέπονται στο αντίθετο τους , παραμορφώνονται και οι Τιτάνες κομματιάζουν την καρδιά σας.  Ονομάζετε τον  πόλεμο ειρήνη, το μίσος αγάπη, τον εχθρό  φίλο σας, το παράλογο λογικό, το  ψέμα αλήθεια, την αδικία δικαιοσύνη, τον μισανθρωπισμό ανθρωπισμό,την δουλεία  ωρομίσθια σύμβαση και την σκλαβιά, ελευθερία να πεθάνετε στην ουρά ενός νοσοκομείου ή συσσιτίου.
Και στην δική μας την εποχή, οι συνθήκες ήταν σκληρές σε ημερήσια διάταξη αλλά ήταν ξεκάθαρες.
Ήξερες το πρόσωπο του αντιπάλου, ποιος είναι φίλος σου, ποιος είναι εχθρός σου  και δεν υπήρχε η ομίχλη, η απάτη της ποσειδώνειας οργής.
Αγαπητοί μου συνέλληνες, ένας είναι ο εχθρός, όπως λέει και ο Νέστωρ ο σοφός.
Ο εγωισμός.
Εμείς οι Έλληνες, είμαστε τα κακομαθημένα, καλομαθημένα παιδιά της Ιστορίας.
Μιας ιστορίας λαμπρής. Το πλεόνασμα της ενέργειας,  της δύναμης, της γνώσης χρειάζεται να  διοχετεύεται σε σωστό σκοπό για να μη γίνεται αυτοκαταστροφικό και καταστροφικό.
Μην επαναλαμβάνετε τα λάθη του παρελθόντος. Μη χτίζετε τείχη  ανάμεσα σας. 
Δεν υπάρχουν ούτε αριστεροί ούτε δεξιοί, μόνο άνθρωποι σωστοί.
Μην εξορίζετε τον Θεμιστοκλή , μην καταδικάζετε τον Μιλτιάδη,  μη καταδιώκετε τον Αλκιβιάδη,μην αυτοκτονείτε τον Σωκράτη, μη προσβάλλετε τον Αχιλλέα Αλέξανδρο,  μη θυσιάζετε τα καλύτερα παιδιά σας σαν τον Αγαμέμνονα σε μια υπέρμετρη  αρχομανία, μη φυλακίζετε τον Κολοκοτρώνη, μη δολοφονείτε τον Καποδίστρια.
Μη πληγώνετε την αξιοπρέπεια αυτού του  τόπου.
Μη ζητιανεύετε την ελευθερία σας. 
Κανείς δεν θα σας την χαρίσει 
Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον.
  Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι
Για σας. για τις δύσκολες μέρες έχω γράψει τις ιστορίες ενός αδελφοκτόνου πολέμου, ΚΤΗΜΑ ΕΣ ΑΕΙ.Τότε που οι καλύτεροι των Ελλήνων πολεμούσαν με τους άριστους των Ελλήνων, οι Μήδοι τρίβαν τα χέρια τους από την χαρά τους και ο δρόμος  για την Οδύσσεια του Ελληνισμού  άρχιζε.

Μελετήστε το για να διδαχθείτε από τα λάθη του παρελθόντος και να μη τα επαναλαμβάνετε.
"Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν' αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ' ολίγον. (Α 22, μετάφραση του Ελ.Βενιζέλου)."

"Η ιστορία είναι φιλοσοφία μέσω παραδειγμάτων"
Θουκυδίδης ο Αθηναίος
Πολεμιστής του Πνεύματος και της Ζωής

Αστραία
 Στη Χώρα των Μεγάλων Πολεμιστών
16 02 2016  

Γ. Στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης


Στον Κήπο της Σοφίας
Τρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες και παρακόρες, καθισμένοι όλοι στο γύρο, κοίταζαν, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα στραβομούτσουνα και τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ένας τζοτζές κοντός, καμπούρης και στραβοκάνης. Πλάγι στο παράθυρο στέκουνταν το Βασιλόπουλο που κουβέντιαζε με την Ειρηνούλα, και της έλεγε τις ομορφιές του δάσους που είχε πάγει το απόγευμα. Οι φωνές των άλλων, σαν μπήκε ο Πανουργάκος, διέκοψαν την κουβέντα τους, και τα δυο αδέλφια γύρισαν ξαφνισμένα. Ο αρχικαγκελάριος άνοιξε με υπερηφάνεια το σακούλι του, και από μέσα έβγαλε δυο κότες ψημένες, τρεις μποτίλιες κρασί, ένα μεγάλο παστίτσιο, κι ένα καλάθι κατακόκκινες φράουλες.
- Τα έφερα, Αφέντη μου, από τον Άρχοντα εξάδελφο σου, αποκρίθηκε στα ρωτήματα του Βασιλιά.
- Γεια σου, καλέ μου Πανουργάκο! είπε ο Αστόχαστος. Αύριο θύμισε μου να σου δώσω το Διαμαντοστόλιστο Μεγαλόσταυρο της Αχαλίνωτου Αφοσιώσεως, γιατί σου αξίζει.
- Δεν έχει πια κανένα παράσημο στο σεντούκι, είπε με δισταγμό ο αρχικαγκελάριος.
- Δεν έχει;... Χμ... Δεν πειράζει, σου δίνω το δίπλωμα του.
Ο Πανουργάκος έριξε πάλι μια ματιά στα πετράδια της κορώνας, σούφρωσε τα χείλια του κι ετοιμάζουνταν ν' απαντήσει. Μα το Βασιλόπουλο τον πρόλαβε και είπε του πατέρα του:
- Βασιλιά μου και πατέρα μου, ο άνθρωπος αυτός λέγει ψέματα. Βέβαια δεν πήγε στου Άρχοντα εξαδέλφου μας. Πότε πρόφθασε κιόλα; Χρειάζεται δυο μέρες να πάγει και άλλες τόσες να γυρίσει. Ρώτησε τον πού βρήκε αυτά τα φαγιά, και, ώσπου να το μάθεις, να μη φάγει κανείς τίποτα! πρόσθεσε πιάνοντας το χέρι της Ζήλιως, την ώρα που ετοιμάζουνταν να βουτήσει το δάχτυλο της στο παστίτσιο.
Ο Βασιλιάς κοντοστάθηκε.
- Αλήθεια; Θέλεις δυο μέρες να πας στου Άρχοντα εξαδέλφου μου; ρώτησε τον Πανουργάκο.
Αυτός τα έχασε, άρχισε κάτι εξηγήσεις, μπερδεύτηκε και σταμάτησε.
- Πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, τα φαγιά αυτά είναι κλεμμένα. Και σου ζητώ σα χάρη να υποχρεώσεις αυτόν να τα γυρίσει εκεί που τα πήρε.
Ο Βασιλιάς έσπρωξε νευρικά την κορώνα ως πίσω κι έτριψε το μέτωπο του με το χτένι του χεριού του. Η ιδέα να χάσει το φαγί του δεν του ήρχουνταν καθόλου.
- Μα πού ξέρεις εσύ πόσον καιρό χρειάζεται κανείς να πάγει στο βασίλειο του εξαδέλφου μας; ρώτησε στενοχωρεμένος.
- Μ' έστειλες εκεί μια φορά, για να ζητήσω φλουριά. Το ξέχασες, πατέρα; Εγώ το θυμούμαι! αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Έκανα δυο μέρες να πάγω, και άλλες δυο να γυρίσω. Και τέσσερεις μέρες περίμενα εκεί, ώσπου να δω τον Άρχοντα του τόπου. Γιατί ο εξάδελφος Βασιλιάς δε δέχεται ζητιάνους, παρά μόνο σαν του έλθει το κέφι.
Το υπερήφανο ύφος του γιου του άρχισε να θυμώνει το Βασιλιά.
- Εσύ πήγες πεζή. Ο Πανουργάκος θα πήρε άλογο, είπε απότομα.
- Δρόμος δεν υπάρχει, και από τους βράχους άλογο δεν περνά. Μα κι αν είχε δρόμο, πάλι δε θα πρόφθαινε.
- Με σκότισες! φώναξε ο Βασιλιάς. Επιτέλους πες πως πέταξε και μη με ζαλίζεις πια, ειδεμή σε χώνω στη φυλακή και ας πα να 'σαι ο αυριανός Βασιλιάς.
Και κάθησε στο φαγί, χωρίς να χάσει καιρό, μαζί με τις γυναίκες, τον Πανουργάκο και τον Τζοτζέ, που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα, κουδουνίζοντας τα κυπριά της παρδαλής του φορεσιάς.
Το Βασιλόπουλο άρπαξε το χέρι της Ειρηνούλας.
- Έλα μαζί μου, είπε, θα σκάσω εδώ μέσα!
Βγήκαν έξω μαζί, και σιωπηλά, με δυσκολία, σκοντάφτοντας στα σκοτεινά, κατέβηκαν το βουνό. Στον κάμπο σταμάτησε η Ειρηνούλα.
- Πού πάμε; ρώτησε.
- Όπου και αν είναι, μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα!
- Θέλεις να εκπατριστείς;
- Ναι! ναι! ναι! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω!
Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε. Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της. Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της.
Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα. Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας. Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της.
Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση. Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά. Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε.
- Ναι! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! του είπε.
Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του. Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα.
- Δεν μπορώ πια! μουρμούρισε.
- Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι.
Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του. Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως. Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του.
- Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! της φώναξε. Έλα! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν.
Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι. Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.
- Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο.
Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν.
- Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε, Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε.
Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Η γριά το κούνησε λαφριά.
- Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.
Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια. Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της. Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά.
- Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. Πας μακριά;
- Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά.
- Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά.
Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού.
- Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο. Μα η γριά χαμογέλασε μόνο.
- Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε.
Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα. Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά.
- Κρίμα!... Κρίμα!... Κρίμα!... Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά;
Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε. Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα.
- Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. Είναι τόσο όμορφα έξω!
Στο περιβολάκι η κυρα-Φρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα. Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια.
- Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιουν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Καθήστε, αρχοντόπουλα μου. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας. Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή.
- Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά;
Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι.
- Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα.
Και πήγε στο μαγειριά της να ετοιμάσει το φαγί.
- Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά;
Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:
- Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του.
Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.
- Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.
- Σε ξέρει η μάνα μου. Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.
- Και γιατί φύγατε;
- Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. Φύγαμε από το παλάτι και καθήσαμε σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά.
- Κι εμείς να έλθομε δω! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα!
- Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση.
- Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
- Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου.
- Αχ, δεν μπορώ! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος...
- Διόρθωσε τον, αποκρίθηκε η κόρη.
Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα. Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη.
- Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε.
- Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού.
- Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες.
- Τι έχω;
- Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.
Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:
- Και τι μου χρησιμεύουν αυτά;
- Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου.
- Μα πώς! Πώς!
- Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!... Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.
Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν. Ύστερα είπε:
- Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο. Ευχαριστώ.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Η Θυσία


Ποια είναι η θυσία του πολεμιστή;
Ο πολεμιστής θυσιάζει
το νηπιακό ΕΓΩ και τον εγωκεντρισμό του Κριού στη χώρα των Κικόνων
τη λαιμαργία και τον μαλθακό ευδαιμονισμό  του Ταύρου,στην χώρα των Λωτοφάγων
την άσκοπη φλυαρία και τον διασκορπισμό των Διδύμων  στη χώρα του Αιόλου
την  βαλτώδη  παρελθοντολογία και ζηλοφθονία  του Καρκίνου  στη χώρα του Κύκλωπα
τη φθηνή επίδειξη  και  τον αυτοθαυμασμό του Λέοντος στο νησί του Ήλιου
την υπερσχολαστικότητα, υπερκριτική, διύλιση του κώνωπος  της Παρθένου στο νησί των Λαιστρυγόνων
την αμφιγνωμία και αμφιταλάντευση  του Ζυγού στα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης
τη λαγνεία, φιληδονία και τις σεξουαλικές καταχρήσεις  του Σκορπιού στο νησί της Κίρκης
τον θεοκρατισμό και τον δογματισμό του Τοξότη στα βράχια των Σειρήνων
την  αρχομανία και αυταρχική εξουσία  του Αιγόκερω στο νησί της Καλυψούς
την αυταρέσκεια και τον ναρκισσισμό του Υδροχόου στο νησί των Φαιάκων
και τον νοσηρό συναισθηματισμό  και θυμικό των Ιχθύων στο νησί της Ιθάκης.
Ο πολεμιστής θυσιάζει όλα τα ελαττώματα του,  μέσα και έξω του,όπου τα συναντά, την έλλειψη και υπερβολή που   εκφράζει κάθε σταθμός ΝΗΣΙ σε μια οδυσσειακή διαδρομή, ανελέητος,  χωρίς να χρονοτριβεί.

Ο πολεμιστής δεν  χαραμίζει, δεν θυσιάζει ποτέ τον παιδικό  αυθορμητισμό του, την σωστή διατροφή, τον ορθό λόγο και λογική του, τις ρίζες του και την καταγωγή του γιατί τις γνωρίζει και δεν τις  γυρεύει σαν τον Οιδίποδα, την χαρά, την ψυχαγωγία του, την υπερηφάνεια του, την καθαρότητα του και την κριτική σκέψη του,  την αποφασιστικότητα του, την σεξουαλική του ενέργεια, την φιλοσοφική του διαλλακτικότητα,  την ανάληψη ευθύνης και ηγεσίας,  την φιλία και την συντροφικότητα, την διορατική του διαίσθηση. Δεν θυσιάζει το   παιδί του σαν τον Αγαμέμνονα από άμετρη φιλοδοξία για μια εκστρατεία, ζώα, ανθρώπους, δεν καταστρέφει  την φύση, δένδρα φυτά και ποτέ δεν  σκοτώνει το ΠΑΙΔΙ μέσα του,   ζωντανό  το κρατά σε μια ΖΩΝΤΑΝΗ ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΗ ΚΑΡΔΙΑ, βαδίζοντας πάντοτε  σε ένα μονοπάτι που έχει καρδιά.
Η ΘΥΣΙΑ του πολεμιστή αφορά μόνο την ενέργεια του και την δίδει σε ένα σκοπό κατάθεση στο ΠΝΕΥΜΑ του Ανθρώπου, αφιέρωση σε μια Ιδέα Υψηλή.


 Ο Οδυσσέας στη Χώρα της  Μνημοσύνης
Λέανδρος Λαμπρινός
 8 Φεβρουαρίου 2016