Τρίτη 31 Μαΐου 2011

E. Επιστολή προς πτολίεθρον Ίλιον




Η  άλωση της ασημαντότητας
μιας χάρτινης υβριστικής αντινοϊκής γυμνής εξουσίας.
Γκρεμίζοντας τα τείχη της απληστίας της αλαζονίας
και της ανοησίας!
Με το σωστό τρόπο για την δικαία αιτία ,εν τω ορθώ λόγω
σε μαιευτικό μαγιάτικο καιρό.

Έχετε την εξουσία πολιτική και θρησκευτική σε ανίερη συμμαχία μνηστηριακή.. Έχετε κάνει κατάχρηση της χωρίς μέτρο και λογική.Έχετε τα λεφτά. Έχετε αρπάξει την περιουσία μας την αξιοπρέπεια και την ομορφιά .
Έχετε τα χρυσόβουλα και τους μαγειρεμένους αμφίνομους νόμους που τους ερμηνεύετε κατά το δοκούν συμφέρον. Έχετε απαγάγει την Δικαιοσύνη και την κρατάτε σε μουχλιασμένα γραφειοκρατικά κελιά.Έχετε τα μέσα μαζικής αποχαύνωσης στα χέρια σας . Έχετε κάνετε κατάληψη στο μυαλό μας και στο σπίτι μας με τα σκουπίδια σας τα ενημερωτικά.Έχετε εκμεταλλευτεί την ευγένεια την ανοχή την φιλοξενία τον διάλογο την στάση την διαλλακτική. Έχετε φτιάξει τείχη και κλειστήκατε μέσα χωρίς ντροπή.

Δεν έχουμε τίποτα από όλα αυτά. Έχουμε όμως μυαλό να κρίνουμε και να διακρίνουμε το λάθος από το σωστό, Αχιλλιακή οργή και Οδυσσειακό θυμό και όλο το δίκιο όλο με το μέρος μας.Έχουμε δίκιο!
Γι αυτό τον λόγο είμαστε εδώ. Και εσείς αρχίζετε να νιώθετε ανήσυχα πολύ μόνοι στο χρυσό κλουβί που έχετε αυτοφυλακιστεί.
Είστε "γυμνοί" κύριοι και κυρίες κάτοχοι τίτλων και μεταπτυχιακών οικονομικών νομικών θεολογικών σπουδών. Είστε γυμνοί χωρίς ρούχα και το κυριότερο χωρίς αιδώ.
Πληρώσατε τους ράφτες σας για πολυτελή ρούχα, σκάφη ,άμφια χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό και το τίμημα της αβάσταχτης κενότητας της ματαιοδοξίας σας.
Αυτή την βραδιά του Μαγιού είμαστε εδώ και έχουμε γεννηθεί ...και αναγεννηθεί
από καιρό.

Επιστολή προς τους Τρώες

Μια σύντομη ανοικτή συμβουλευτική επιστολή
…προς στους Τρώες,
τους έχοντες και κατέχοντες και σε όσους διακατέχονται από την …Τρωαδίτικη παλαιομοδίτικη συσσώρευσης πλούτου. Την αστική και μικροαστική νοοτροπία μαζί με μια αχόρταγη απληστία.
.Προς Τρώες
Μη συσσωρεύετε υπερβολικά πλούτη και αγαθά μαζί με την γνώση για την απόκτηση τους υφαρπάζοντας ότι όμορφο υπάρχει και ανήκει σε όλους και τον πλανήτη.
Μη κλείνεστε και υψώνετε τείχη νομίζοντας ότι θα είστε ασφαλείς.
Δεν υπάρχουν τείχη, κάμερες ασφαλείας και φρουροί που θα μπορούσαν να σας προστατεύσουν από εξοργισμένους απελπισμένους Αχαιούς.
Μη χρησιμοποιείτε τον θεό σαν άλλοθι για να αυξάνετε περιουσίες και να γεμίζετε τα θησαυροφυλάκια σας.
Μη εμφανίζεστε με χρυσοποίκιλτα ρούχα ακριβά.
Μη ρωτάτε σαν την Μαρία Αντουανέτα, γιατί αυτοί οι ταλαιπωρημένοι πολιορκητές
“δεν τρώνε παντεσπάνι”.
Η απάντηση βρίσκεται μόνο στις γκιλοτίνες και είναι αργά για να διορθώσετε τα λάθη σας.
Είναι αργά για να συνειδητοποιήσετε,πως σε ένα κόσμο που οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και τα παιδιά οδηγούνται στην πορνεία,
δεν μπορείτε εσείς να έχετε δύο πισίνες , ούτε καν μία, αν υπάρχει έστω και ένας άλλος που δεν έχει που να κοιμηθεί,150 ακίνητα και τουαλέτες μια χρήσεως εκατομμυριών ευρώ.
Δεν υπάρχουν ασφαλή τείχη να σας προστατεύσουν ακόμη και αν ένα μέρος τους, έχει γίνει από τους θεούς, ούτε να κρατήσουν τις μετοχές και τα χρηματιστήρια ψηλά.
Θα καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι και θα κλάψετε πολύ
πικρά για αυτή της αρπαγή της αδελφής των Διόσκουρων και
της όμορφης κόρης του Δία.
Βγείτε από τα τείχη, αγκαλιάστε τους συνανθρώπους σας ειλικρινά,
μοιράστε δίκαια τον πλούτο,
γιατί η μεγάλη οικονομική ψαλίδα και διαφορά
δημιουργεί την κοινωνική αδικιά και διαφθορά.
Αγκαλιάστε τους συνανθρώπους σας
και όχι με υποκρισίες και δήθεν φιλανθρωπίες
σε πανάκριβα γκαλά
και ενωθείτε μαζί τους σε ένα ταξίδι επιστροφής
στην πατρίδα του Ανθρώπου με νοημοσύνη
απλότητα και συνειδητά.
Αναρωτηθείτε για την δικαιοσύνη
και την ανθρωπιά.
Δεν μπορείτε να κοιμάστε εσείς ήσυχοι πια
αν οι υπόλοιποι υποφέρουν εξ αιτίας σας βαθιά.

Πόσα "άλογα" χρειάζονται για την πτώση της αυτοκρατορίας της Τροίας;
Ένα! Αρκεί να είναι φτιαγμένο από ένα πολύστροφο μυαλό της ομηρικής κατασκευής και αυτοσχεδιαστικής φαντασίας!


Ε.Λ.Ζ.Ι.Ν

Με ξύλινα άλογα και χάρτινα σπαθιά, μηνύματα απελευθερωτικά

διαλύοντας της Τροίας τα καταδυναστευτικά κάστρα τα ψηλά
σε μια καθαρή της Ίδης ματιά.

Με την εκφώνηση του άρχοντος του λόγου του Ερμή, την μαγική ράβδο

την αποτελεσματική και τα ραβασάκια που στέλνει σε "θεές και θεούς καπηλευτές της αθανασίας" ....τα ερμηνευτικά.
Αφήστε τους ανθρώπους ελεύθερους να ζήσουν μαζί με την ομορφιά!

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

E. Eξουσίας αναίρεσις

The Procession of the Trojan Horse in Troy by Giovanni Domenico Tiepolo
The Procession of the Trojan Horse in Troy
Giovanni Domenico Tiepolo


Η πλατεία του τρωικού κύκλου!
Ο πύρινος κύκλος της απελευθερωτικής κυκλικής δύναμης της ομονείας!

Το τέλος μιας άπληστης τρωικής εξουσίας του δακτυλιδιού της αλαζονείας.

Η πλατεία ήταν γεμάτη από αυτόνοους ανθρώπους της όρθιας ανθρωπιάς!

Η επιστροφή της ομορφιάς!

Το γκρέμισμα των τειχών στεγανών... της έλλειψης φαντασίας!

Η πλατεία ήταν γεμάτη , με το νόημα που 'χει κάτι απ' τις πύρινες φωτιές

Της φλογερής αυτοσυνείδησης
Στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους , παιδιά,οικοδόμους, φοιτητές
και συ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου,
κι ήσουν φως μου , κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή
σε γιορτή ακριβή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή.

Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ' το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί
στον αγώνα του συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή
στα παιδιά και τους εργάτες , στους πολίτες, στους οπλίτες , στα πανώ
στα πλακάτ και στην λάμψη την επανάσταση του Ηλίου που όλα τα ορά και διαπερνά !
Η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά! ΌΛΑ!
Η μοναχική συντροφιά ενός Δακτυλιδιού.
Δ ακτυλίδι:
Σύμβολο Αγάπης , Ένωσης και μαγικής Δύναμης .

Ο Πλάτωνας ,ένας οραματιστής του 4ου αιώνα περιγράφει
στην πολιτεία του το δακτυλίδι του Γύγη.
Με τα λόγια του Γλάυκωνος:
Για να γίνει φανερό ότι εκείνοι που ασκούν στην ζωή τους
την δικαιοσύνη την ασκούν άθελα τους,
επειδή δεν έχουν την δύναμη να αδικήσουν,
ο καλύτερος τρόπος είναι να φανταστούμε μια περίπτωση σαν και αυτή
Να δίναμε στον καθένα από αυτούς τους δύο
τον άδικο και τον δίκαιο την δυνατότητα να κάνει ότι θέλει.
Ύστερα να τους πάρουμε στο κατόπι να παρατηρήσουμε
που θα οδηγήσει τον καθένα ο πόθος του.Λοιπόν η εξουσία είναι περίπου αυτή να αποκτήσουν το προνόμιο
που δόθηκε κάποτε όπως λένε στον προπάτορα του Κροίσου.
Ήταν αυτό , που βρήκε ένας τσομπάνης που έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντα
που βασίλευε τότε στην Λυδία.
Με το ξέσπασμα της μπόρας έγινε ένας σεισμός και ράγισε ένα κομμάτι γης.
Ανοίχτηκε ένα χάσμα κάπου εκεί που αυτός έβοσκε τα πρόβατα.
Το είδε και σάστισε.Κατέβηκε λοιπόν και βλέπει ανάμεσα στα άλλα θαύματα
που αραδιάζουν οι παλιοί ένα χάλκινο άλογο…ένα σκελετό
που τα μάτια του έδειξε να έχει μεγαλύτερο μήκος
από ένα άνθρωπο και το μόνο που πήρε από τον νεκρό αυτό
και βρήκε ήταν ένα χρυσό δακτυλίδι που φορούσε στο χέρι.
Κατά την συνήθεια τους κάθε μήνα οι τσομπάνηδες μαζεύτηκαν για να στείλουν μαντατοφόρους στον βασιλιά πως πάνε τα κοπάδια τους φθάνει
και αυτός φορώντας το δακτυλίδι.
Έτσι που καθόταν ανάμεσα τους κατά τύχη έστριψε
την βάση της πέτρας του δακτυλιδιού και στην στιγμή
χάθηκε από τα μάτια των συντρόφων του
και αυτοί άρχισαν να μιλούν γι αυτόν σαν να ήταν φευγάτος.
Ψηλαφώντας ξανά το δακτυλίδι στρίβοντας την πέτρα νάτος ξανά μπροστά τους.
Αφού σιγουρεύτηκε για τις ιδιότητες του δακτυλιδιού
βάλθηκε και τον έστειλαν και αυτόν με τους μαντατοφόρους
που πήγαιναν στον βασιλιά..
Μπήκε στο παλάτι κατάχτησε την βασίλισσα και με την βοήθεια της
ρίχτηκε πάνω στον βασιλιά τον σκότωσε και με αυτόν τον τρόπο πήρε τον θρόνο.

Ας πούμε ότι μπορούμε να δώσουμε δύο δακτυλίδια
σαν και αυτό στον δίκαιο και στον άδικο.Ποιος θα μείνει πιστός στην δικαιοσύνη να συγκρατηθεί
και να μη απλώσει χέρι σε ξένα πράματα την ώρα που θα του
είναι εύκολο να πάρει ότι θέλει, να πλαγιάζει με όποιο
να θέλει να σπάζει τις αλυσίδες όποιου κατάδικου θέλει
και να κάνει ότι θέλει θεός ανάμεσα στους ανθρώπους;

Ο Τόλκιν, ένας οραματιστής του 20ου Αιώνα,
περιγράφει αριστουργηματικά και σκιαγραφεί
την προσωπικότητα ενός Γκόλουμ που αναζητά απεγνωσμένα το Πολύτιμο του,
στον Άρχοντα του Δακτυλιδιού και βαδίζοντας με την Συντροφιά του Δακτυλιδιού.
Ένα Γκόλουμ που βρίσκεται πάντα σε μια σχιζοφρενή αντίφαση.Να αγαπά και να μισεί
Να θέλει και να μη θέλει.
Να βοηθά και να σαμπροτέρει.
Να υπερασπίζει και να προδίδει.
Να θαυμάζει και να κατακρίνει.
Να πλησιάζει και να απομακρύνεται.
Να αρχίζει και να τα παρατά.
Να Βλέπει και να μη... ΄βλέπει'.
Να Ακούει και να μη... "ακούει'.
Ένα Γκόλουμ που ζει μια βασανιστική ζωή αποσύνθεσηςκατατρωγόμενος από αυτή την τυραννική δυναστεία.Και ...ένα Χόμπιτ που προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει
και να σώσει κάτι στον χρόνο που ΑΠΟΜΕΝΕΙ…

Πόσα Γκόλουμ και Χόμπιτ κρύβει ...ο άνθρωπος μέσα του;
Κανένα! Όταν γκρεμίζει την ανούσια ανοησία!

Ε.Λ.Ζ.Ι.Ν

Η συντροφική παρέα του δακτυλιδιού της Ελληνοπλάσιας

στο κύκλο και στο όρκο της Ιερής Εστίας

για το όνειρο μαγικής νυκτός μιας ημερήσιας ομηρικής ραψωδίας

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

E. Εξέγερση Ηλίου



Boucher Francois: The Rising of the Sun

Καλημέρα Ήλιε καλημέρα!
Δώσε το σύνθημα εσύ
και η χαρά θα επιστρέψει πίσω στις καρδιές των ανθρώπων
σαν τραγούδι ξανά από την αρχή!
Στον αστερισμό του Απόλλωνος
Η Ευρώπη από τα ηφαίστεια της Ισλανδίας, τις χερσονήσους της Ιβηρίας, τις Πύλες του Ηρακλέως στις στήλες του Διός. Από την πλατεία του Ήλιου στο νησί της Δήλου που γεννήθηκε το Φως! Ο ερωτικός άνεμος της Ευρωπαϊκής αντίστασης κυκλώνει ενωτικά τους λαούς σε συγκεντρώσεις αγανακτισμένης οργής απέναντι σε άνομες δικτατορίες και άπληστες εξουσίες, τηρώντας τις βασικές αρχές της Απολλώνειας νομοθεσίας.
Την ημέρα του Ήλιου την Ηλιοδίτη!
On this Sunday it΄s time
.... for Europe revolution in one day!
O! Yes!

1. Η νομοθεσία του Απόλλωνα
Ποιο είναι το δίκαιο;
Ποιοι είναι οι νόμοι;
1. ΤΟ ΜΕΤΡΟΝ
Το σοφόν το σαφές το ΑΡΙΣΤΟΝ
τόσο σαν αυτογνωστική υπόθεση ενδοσκοπική
όσο και σαν εξωτερική κοινωνική πολιτική και δικαιοσύνη.

Μέτρον άριστον!
Η μία “θυγατέρα” της Θέμιδος!

2. Η νομοθεσία του Απόλλωνα
Ποιο είναι το δίκαιο;
Ποιοι είναι οι νόμοι;

2. ΤΟ ΟΡΙΟΝ
η υπεράσπιση και η διεύρυνση του!

Το Όριον και …τα όρια του
είναι η δεύτερη κόρη της Θεμιδος.

3. Η νομοθεσία του Απόλλωνα
Αναζητώντας απάντηση στο ΕΡΩΤΗΜΑ
Ποιο είναι το δίκαιο;
Ποιοι είναι οι νόμοι;

…και ολοκληρώνοντας την Νομοθεσία.
3. ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟ
η κορυφαία Πράξη του Ανθρώπου!

Γιατί η πιο ανήθικη πράξη του ανθρώπου είναι η έλλειψη αυτογνωσίας;
Γιατί τοποθετείται στο κέντρο των Δελφών;
Στο κέντρο του ομφαλού τη Γης;
Στο κέντρο της Ελληνικής κοσμοθεώρησης;
Γιατί καμιά ανθρώπινη ζωή δεν έχει νόημα δεν έχει σκοπό δεν έχει περιεχόμενο χωρίς αυτή την πράξη.
Γιατί χωρίς την κατάθεση μιας τέτοιας πράξης,
ο άνθρωπος παραμένει ένα άδειο κέλυφος και ένας «περιπατών νεκρός»
που άσκοπα περιφέρεται στην Γη και την πληγώνει την τραυματίζει,
μία Ύβρις,
μέχρι να φθάσει στο Άδη συνοδευόμενος από τον ψυχοπομπό Ερμή
χωρίς καμιά εξαργυσώσιμη κατάθεση στην ζωή του.
Χωρίς το ένδυμα του Ηνίοχου χωρίς να ανεβεί στην Άμαξα κυβερνήτης του Εαυτού του σε αρμονία με τα 4 στοιχεία,η ζωή του είναι ανύπαρκτη.Δεν έζησε ποτέ. Δεν υπήρξε ποτέ!
Ήταν μια σκιά που διαλύεται στο πρώτο φως ενός λαμπερό Ήλιου
στην πρώτη ακτίνα του.
Μια ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να ξοδευτεί μόνο στην απόκτηση υλικών αγαθών και μάλιστα σε υπερβολή.Δεν μπορεί να περάσει περιδιαβαίνοντας διαδρόμους και δωμάτια Λαβύρινθου αποστηθίζοντας ξερές γνώσεις χωρίς κατανόηση και συλλέγοντας πτυχία και ντοκτορά.
Δεν μπορεί να φύγει κοιτάζοντας τον Λαβύρινθο απ έξω και εξορκίζοντας τον κακό .
Δεν μπορεί ο Λαβύρινθος να εκτοπιστεί ούτε ο Μίνωας να παραγραφεί.
Αποτελεί την πρόκληση, την δοκιμασία με έπαθλο τα Φτερά του ανθρώπου.
Ο δρόμος μιας ανθρώπινης ζωής περνά μέσα από την Γνώση και όλες τις πλευρές της και αξιώνεται από την ένωση την σύνδεση τους.
Γιατί ο θεός τοποθετεί πρώτα αυτό τον νόμο ;
Γνώθι σαυτόν στο ναό του;
Γιατί πρώτα τον άνθρωπο κέντρο τον άνθρωπο και την γνώση
και όχι τον θεό
Όχι… τον ΕΑΥΤΟ του;
Γιατί δεν μιλάει για το «θεό»;
Γιατί ο Απόλλων στο ναό του δεν δοξάζει τον Θεό δεν περιαυτολογεί;
Γιατί τον ενδιαφέρει ο Άνθρωπος και αυτόν τοποθετεί πρώτο και στο κέντρο
του νησιού του.
Διότι ο θεός του Φωτός δεν θέλει να δημιουργήσει γιους Φαέθοντες.
Δεν θέλει να εγκλωβίσει τον άνθρωπο στην θεολαγνεία να τον κάψει.
Δεν θέλει να του φανερωθεί με αυτόν τον τρόπο να του συστηθεί θεός.
Επιθυμεί την Ελευθερία του ανθρώπου και κρατάει μια απόσταση ασφάλεια μαζί του
Δεν μένει μακριά του να τον αφήσει να παγώσει δεν πλησιάζει πολύ κοντά
να τον κάνει κάρβουνο.
Για να μπορέσει να αναπτυχθεί σωστά και να αρχίσει να ερευνά για τον Εαυτό του.
Η γνωριμία του ανθρώπου με τον εαυτό του είναι ένα μακρύ ταξίδι και δύσκολο …και Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες θα συναντήσει πολλούς
Όμως είναι και η κορυφαία πράξη του ανθρώπου .
Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ!
Χωρίς αυτή δεν υπάρχει ζωή. Δεν υπάρχει λύτρωση.
Σε αυτή την διαδρομή ο άνθρωπος θα συναντήσει πολλά
και πολλούς θεούς θεές και τέρατα και φαντάσματα.
Και είναι αυτή η διαδρομή που τον κάνει “θεό” και η κατανόηση της
ακόμη και η προσπάθεια της.
Το δελφικό ρητό είναι η πεμπτουσία της ανθρώπινης ζωής
και περιλαμβάνει τα πάντα σε μία οδηγία “νόμο”.
Τα περικλείει.
Τα αγκαλιάζει στοργικά σοφά ενωτικά ενάρετα με μέτρον με αψογοσύνη με αγάπη.
Γιατί περικλείει την Αγάπη την δίνει με ασφάλεια χωρίς τυμπακοκρουσίες και νοσηρότητες. Την εξηγεί.Ο άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτόν τον αγαπάει τον κυβερνά Ηνίοχος στην Άμαξα του, αγαπά και τον κόσμο
τον κατανοεί τον προστατεύει τον υπερασπίζεται τον διευρύνει τον ανανεώνει
και αποφεύγει να το στύβει σαν λεμόνι να το εξαντλεί.
Αποφεύγει να το καταστρέφει.
Ο άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό του δεν μπορεί να γίνει δούλος κανενός δεν μπορεί να προσκυνάει κανένα αλλά δεν μπορεί να γίνει και αφέντης κύριος κανενός ούτε και να επιτρέψει σε κανένα να τον προσκυνήσει σαν θεό.
Ο άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό τον προσέχει τον γυμνάζει σέβεται το σώμα του που φιλοξενεί το πνεύμα του δεν νιώθει ενοχές γι αυτό δεν το τιμωρεί δεν το σκελετώνει και το αφήνει να γίνει μια μάζα κρεάτων και μόνο.
Μόνο ο άνθρωπος που έχει γνωρίσει τον εαυτό του μπορεί να αγαπήσει τον θεό να ενωθεί μαζί του μέσα από αυτή την διαδικασία αυτή την βασανιστική διαδρομή μιας αυτογνωστικής Οδύσσειας.Γιατί έχει αγαπήσει και τον άνθρωπο
και έχει κατανοήσει σε όλος του το εύρος τι σημαίνει να είσαι Άνθρωπος
να προσπαθείς να γίνεις Άνθρωπος.
Πόσος κόπος πόσος αγώνας πόση μοναξιά πόσες παγίδες πόσες μάχες
αλλά και πόση Δόξα! Η Δόξα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ!
Το “γνώθι σαυτό”
Είναι η τρίτη κόρη της Θέμιδος
και η πιο σημαντική

Η πιο ανήθικη πράξη του ανθρώπου είναι η έλλειψη αυτογνωσίας.
Σαφώς ναι!


Ε.Λ.Ζ.Ι.Ν
.... καιρός για την επανάσταση των αστεριών
στα αχνάρια τολμηρών κοσμοναυτών
με άρωμα ηλιακής αστερόσκονης του Ευρωπαϊκού ουρανού
σε μονοπάτια εξεγέρσεως Γαλαξιών με τα βέλη του αργυρότοξου θεού

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Ε. Ευρώπης Έρως






















The Abduction of Europa (1726-27)
Nöel-Nicolas Coypel.

es la historia de un amor

...σαν ηφαίστειο που ξυπνά!

Ένας έρωτας πλανάται και περιπλανάται πάνω από την Ευρώπη
«Κάντε ησυχία να μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες»…
Κάντε ησυχία μην ξυπνήσουμε τους θεούς των Ελλήνων!

Κάντε ησυχία μην ξυπνήσουμε το ηφαίστειο της Ευρώπης!

Ταύροι και Ταυρομάχοι στην Ιβηρική χερσόνησο

του Ίβηρος ποταμού Έβρου!

Το ξύπνημα του Ταύρου!
Η εξέγερση του Έρωτος!
Η επανάσταση των Ερωτώντων!

Ο Ζεύς αρπάζει την Ευρώπη
με μια μεγάλη φωτεινή αγκαλιά
σε ένα καινούργιο διαφωτισμό

με ένα έρωτα τρελλό υπερρεαλιστικό.
Σε 12 ....Σονάτες κόκκινου έρωτα φλογερού
Νύχτα του Άγρυπνου Έρωτα

Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα.

Νύχτα κάτω από τους δυο. Κρύσταλλο οδύνης,
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα.
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο.

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι,
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι
του αίματος τ αστείρευτου που χύνεται.

Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι
και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα- Ιππότης της Ανδαλουσίας
Το μανιφέστο των ερωτευμένων Ευρωπαίων
Γη
Προχωρούμε
πάνω σ'έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ'ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ' αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε
τα μάτια
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.
Ε.Λ.Ζ.Ι.Ν…ιππότες της κοσμοϊστορικής Ελληνουσίας
Στην χαραυγή της αδιάψευστης ταυροκαθαψίας
....την εποχή των κύκνων

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Α- Ω. Ομηρούπολη χώρα των Ποιητών




Homerland: Το παλάτι του Ολύμπου, η χώρα των θεών

Ομηρολάντ: Εδώ Ομηρούπολη
σε .... χρόνο αστρικό
12.110 στίχοι Οδύσσειας
15.693 στίχοι Ιλιάδος

Πες μας Μούσα για τον άνδρα τον πολύτροπο, τον πολυμήχανο, τον όμοιο στην σκέψη με το Δία, τον εκπορθητή του Ιλίου, τον Λαερτίδη απόγονο του Ερμή και του Αυτόλυκου τον εγγονό, για την επιστροφή του πες μας σε νησί ευθύ καθαρό.

Ψάλλε Μούσα την οργή του Αιακίδη, τον θυμό του Πηλείδη, τα κατορθώματα του στο πόλεμο για την επιστροφή της κλεμμένης ομορφιάς, ψάλλε σε χρόνο εωθινό.

Τραγούδησες μας Ω! Μούσα τις ιστορίες των Ελλήνων, τις νίκες και τις ήττες τους, τα λάθη και τα επιτεύγματα τα θαυμαστά, τα ελαττώματα και τα προτερήματα τους τα διαχρονικά.

Μίλησε μας για το κλέος της δόξας τους για ένα νόστιμο ήμαρ για το πέταγμα του αετού την ημέρα του γυρισμού.

Ταξίδεψε μας με τα φτερά της όρασης, της δημιουργικής φαντασίας με τα μάτια της ψυχής ενός μεγάλου ποιητού.

Προστάτεψε τον Τηλέμαχο από το καρτέρι το δολοφονικό. Συντρόφευε τον στο ταξίδι με ασφάλεια αυτό το διαδικτυακό στο χώρο και στο χρονό τον αιωνικό.

Θεράπευσε τις πληγές τα τραύματα των Ελλήνων στο πόλεμο τον Τρωικό σε παιωνικό ρυθμό.

Απάλυνε τα δάκρυα, την απελπισία, την οργή, τον πόνο, τον θυμό.
Μίλα μας σαν την βροχή σε σταγόνες χρυσής μουσικής σε έδαφος πρωτογενές.
Μείνε κοντά μας Μνημοσύνη και Μνήμη να μας θυμίζεις τον στόχο και τον προορισμό.

Χάρισε αφοβία, διαύγεια, δύναμη, νηφαλιότητα για το σκοπό αυτό

και χόρεψε διθυραμβικά στην γιορτή των Ελευθέρων Ποιητών
στο παλάτι της Ολυμπιακής Μυθιστορίας που σε προσκαλώ
στο όνομα της Ελευθερίας του Ανθρώπου και δια τον ορθό Λόγο των Αστεριών.
Στο όρος των Ηρώων Πολεμιστών!
Μ ούσες:
Ο χορός της Αρμονίας!
Η Καλλιόπη προστάτιδα της επικής ποίησης και της ρητορικής τέχνης,
η ομορφιά της καλής όψης του λόγου
η Τερψιχόρη προστάτιδα της λυρικής ποίησης και της όρχησης,
η ευχαρίστηση του ρομαντικού, η λεπτότης, ο ρυθμός
η Ερατώ προστάτιδα της ερωτικής ποίησης,
η δύναμη του θάλητος Έρωτος
η Θάλεια της βουκολικής ποίησης και της κωμωδίας
η θαλερότης της θείας άλης, η χαρά,
η Μελπομένη της αφήγησης και της τραγωδίας,
το μέλι της σκέψης, του στοχασμού
η Ευτέρπη της αύλησης,
η γοητεία ενός μαγεμένου αυλού
η Πολυμνία των θεϊκών ύμνων,
το τραγούδι των θεών
η Κλειώ προστάτιδα της ιστορίας,
το κλειδί της δόξας
και η Ουρανία προστάτις της αστρονομίας,
η ομιλία των άστρων
Ποια μούσα θα διαλέξετε για τον χορό;
Όλες!

Ε.Λ.Ζ.Ι.Ν
....Την εποχή των ανέμων, στον χορό των Μουσών
τον καιρό της γνώσης στην γιορτή των Αστεριών

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Α-Ω . Αναζητώντας τον Όμηρο


Reading from Homer, Sir Lawrence Alma-Tadema, 1885

Η συνάντηση με τον Όμηρο Ποιητή, Δημιουργό του Λόγου,
Οραματιστή
, Μέγα Πολεμιστή
σε πρώτο, δεύτερο, τρίτο επίπεδο προσοχής.
Η παιδεία και η εκπαίδευση των Ελλήνων και των Φιλελλήνων
σε πεδίο οξυμένης αντίληψης και διευρυμένης ορμής.

Η αβάσταχτη γοητεία του… Όμήρου.
Όμηρος: Ο κυρίαρχος της Πρόθεσης.

Ήταν τυφλός;
Τι είδους «όραση» είχε ο Όμηρος;
Ο Όμηρος έβλεπε με τα μάτια κλειστά, γιατί διέθετε εσωτερική όραση, χωρίς εξωτερικά προγράμματα, μετάφρασης και… παράφρασης.
Έβλεπε άμεσα την ενέργεια όπως ρέει στο σύμπαν ,γι αυτό και έβλεπε παρά πολύ καλά και αλάνθαστα .Είχε φροντίσει να πιάσει το Λιοντάρι της Νεμέας και να κλείσει τις εξόδους διαφυγής του.Ο μεγαλύτερος ποιητής του κόσμου, είναι και ο μεγαλύτερος πολεμιστής του κόσμου.Ένας πολεμιστής τρίτης προσοχής, που έφθασε μέχρι την Πηγή, κάνοντας όλο το ταξίδι.Πήρε εκεί και αιχμαλώτισε την Πρόθεση.Έγινε Ένα, με αυτήν.
Η Πρόθεση δημιουργεί τον Κόσμο και ο Όμηρος έγινε κυρίαρχος της.
Οι Εντολές της Πηγής, έγιναν Εντολές του και, οι Εντολές του, έφτιαξαν τις Ομηρικές Ιστορίες.Τα Ομηρικά Έπη, είναι η «μη πράξη» του Όμηρου.
Έγιναν …Μύθοι! Ιστορίες για παιδιά!!.
Μ’αυτό τον τρόπο, διαδόθηκαν και διασώθηκαν κάτω από την «μύτη» της εκάστοτε εξουσίας, μιλώντας στους ανθρώπους, όπως ακριβώς είναι . ..οι άνθρωποι.
Φοβισμένα παιδιά, που έχουν χαθεί στο «απαγορευμένο» δάσος!
Σκηνοθέτησε αριστοτεχνικά την μεγαλύτερη ταινία όλων των εποχών, τα Ομηρικά Έπη…
και την ανεβάζει, με καταπληκτική μαεστρία στην μεγάλη Σκηνή του κόσμου.
Έκτοτε, όλοι παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα την εξέλιξη της ιστορίας.
Έκτοτε, όλοι και όλα κινούνται, γύρω από τον κεντρικό άξονα της Πρόθεσης του.
Σκιαγραφεί , καταγράφει και προβλέπει κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά και αντίδραση, με καταπληκτική ακρίβεια, άριστος γνωστής της ανθρώπινης φύσης και ψυχολογίας.
Τίποτε δεν διαφεύγει από την διεισδυτική του ματιά.Οποιοδήποτε γεγονός, χαρακτήρας πρόσωπο είναι καταγραμμένο στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια και αναλύεται βαθιά.
Αυθεντία, στο χειρισμό της ελεγχόμενης τρέλας, σβήνει όλα τα ίχνη του και διαγράφει την προσωπική του ιστορία. Γίνεται ο ίδιος η Ιστορία!.Όλα γύρω από αυτόν ,αλλά τίποτα …σίγουρο γι’αυτόν.
Καταπληκτικός Ονειρευτής! Ονειρεύτηκε ένα Όνειρο για τον άνθρωπο και το πραγματοποιεί σταδιακά σε 12 Κεφαλαίες Πράξεις.Σε 12 μεγάλες χρονικές περιόδους εξελίσσει την Συνείδηση , προσθέτοντας κάθε φορά αρχέτυπα και διεργασίες στο συλλογικό και προσωπικό υποσυνείδητο.Εξερευνά το Άγνωστο σ’ολο το εύρος του, το φωτίζει και το φέρνει στην επιφάνεια του Γνωστού, διαχρονικός και αξεπέραστος.
Είναι η ποίηση, η μαγεία ,η τέχνη, η φιλοσοφία, η επιστήμη, ο πόλεμος, η στρατηγική του πολέμου, , η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η απλότητα, η δύναμη, η χάρη, η Μούσα.
Είναι ο ρεαλισμός, ο ρομαντισμός, η περιπέτεια, η χαρά, η λύπη, το Όνειρο.
Είναι άντρας, ο πολεμιστής, ο στρατιώτης, ο στρατηγός, η γυναίκα, η σοφία , το παιδί ,η περιέργεια, η δημιουργία, το ταξίδι της ανθρωπότητας στο χωροχρόνο.
Ο Όμηρος είναι …η αβάσταχτη γοητεία! Η παρουσία του εθιστική.
Κάθε επαφή μαζί του, οδηγεί σ’ενα ¨Ερωτα μεγάλο… για την Γνώση.
Ο Όμηρος και οι επίλεκτοι πρωταγωνιστές του είναι ο Ελληνισμός!

Ο Ελληνισμός, που σ’ολα τα μήκη και τα πλάτη της γης αγκαλιάζει τα πάντα.Τον κόσμο, τον κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το χρώμα του, την φυλή ,την θρησκεία του ,αρκεί ,να προσπαθεί να σταθεί όρθιος στα πόδια του.
Ο Όμηρος είναι Όλον, το Α και το Ω!
Από το Άλφα έως το Ωμέγα ,ο μεγάλος ονειροπόλος της Γνώσης φτιάχνει τον Ολοκληρωμένο, Οικουμενικό, Παγκόσμιο Άνθρωπο, τον Κοσμοπολίτη Έλληνα!
Ταξίδι στον Όμηρο!

Μετασχηματισμός, μετουσίωση, μεταμόρφωση
ευθυγράμμιση της απολλώνιας τοξοβολίας.
Ταξίδι της φαντασίας, της συνείδησης , της επίγνωσης
στο αιθερικό τηλεμαχικό διαδικτυακό φαντασμαγορικό
παγκόσμιο συνειδησιακό άλμα το κβαντικό.

Ταξίδι οδυσσειακό της διανοητικής ουσίας με των Φαιάκων πλοίων
της Διαφωτιστικής Ελληνουσίας.
Τι κρατάει ακόμη “όμηρο “…τον Όμηρο;
Κανείς και τίποτα πια!
Όλα θα ειπωθούν και όλα θα ειδωθούν
με του έρωτος και ερωτώντος την πρώτη και δεύτερη και τρίτη ματιά!
Ε.Λ.Ζ.Ι.Ν...στα ίχνη του Ομήρου

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Α-Ω. Η Πεπτουσία του Πολεμιστή

Μύτικας! Κορυφή Ολύμπου, το Πάνθεον.
Η Μήτις των θεών! Η Ελληνική σκέψη.
Ο θρόνος του Ζήνοος Διός!
Ελληνική Μυθιστορία!
Η αγορά, η συνέλευση των θεών!
Ιλιάς! Το αστέρι του Βορρά! Ισχύς

Η δύναμη της δράσης

Η τέχνη του Ζαγρέως κυνηγού

Ελληνική μυθολογία! Τα αστέρι της Ανατολής!

Αλληγορία

Η δύναμη της αφοβίας

Η τέχνη του Μύθου

Ελληνική Ιστορία! Το αστέρι της Δύσης! Διαύγεια.

Η δύναμη του διαφωτισμού

Η τέχνη της Δόξας

Οδύσσεια! Το αστέρι του Νότου! Νηφαλιότητα.

Η δύναμη της φαντασίας

Η τέχνη των Ονείρων του ονειρευτή
Τα αστέρια του συμπαντικού ανθρώπου

Παιδεία ,μετουσίωση συνειδήσεων

Εκπαίδευση, μεταμόρφωση αναμνήσεων

Ορεσίβιες αναρριχήσεις σε υψηλές βουνοκορφές με ολυμπιακές προδιαγραφές

Σε ιστορικές παραβολές
Νερό γη αέρας και φωτιά!

Η πεπτουσία του πολεμιστή σε ένα δρόμο
με του Τηλέμαχου την καρδιά

Το νερό
Με το 70% της επιφάνειας της Γης και του ανθρώπινου οργανισμού κυριαρχεί στο θυμικό , στα μεταβλητά κύματα, στις παρορμητικές αντιδράσεις και στα σταθερά έλη του στοιχείου.
Με τον Ποσειδώνα, κυρίαρχο της κοσμικής αντίληψης των υδάτων στους Ιχθείς, τον Πλούτωνα κυρίαρχο της λίμπιτου στον Σκορπιό και την Ήρα
βασίλισσα της Μνήμης στον Καρκίνο.
Τα συναισθήματα και τα αισθήματα ταλαιπωρούν τον Οδυσσέα άνθρωπο και εύκολα δεν τον βγάζουν σε ευθύ νησί.
Χρόνια παραδέρνεται σε άγρια κύματα ομίχλες και βαλτώδη έλη .
Και όταν η Πηνελόπη είναι αντιμέτωπη με τον παρανοϊκό Αντίνοο, τον μάντη γλοιώδη Λειώδη και τον βάρβαρο Δημοππόλεμο, τους μνηστήρες του νερού,
το ταίρι της βρίσκεται στην Ιθάκη, στην Κίρκη και τον μάντη Τειρεσία στον Άδη και στην σπηλιά του Πολύφημου Κύκλωπα αντιστοίχως και σχεδόν ταυτοχρόνως.
Η έλλειψη νερού φυσικά έχει αποτέλεσμα μια ανυδρία και έρημο αλλά ,και η υπερβολή του ένα «πνίξιμο» και μια νοσηρότητα.
Η διαίσθηση γίνεται παραίσθηση, παράνοια, αποφένια, η λίμπιτος γίνεται εμμονή και οκοτεινή διαστροφή, η μαντική δεν έχει την καθαρότητα του Απόλλωνος, η δε Μνήμη καταλήγει στείρα συλλογή αναμνηστικών ρακοσυλλεκτών, ένα καρκινωματικό καβούκι.
Ο χριστιανισμός , κατ εξοχήν υδάτινη ιδεοαντίληψη, έπαιξε με τα συναισθήματα των ανθρώπων και τους χειρίστηκε μέσω αυτής της αδυναμίας τους.
Είναι αδύνατον να μιλήσεις “λογικά” με ένα χριστιανό διότι είναι υπό την επήρεια του συναισθήματος του., του νερού.
Ακόμη και αν αποδεχθεί το παράλογο αυτής της θρησκείας θα εξαιρέσει τον κυρίαρχο εκπρόσωπο της, γιατί είναι συναισθηματικά δεμένος μαζί του σε νοσηρή εξάρτηση «σχέση αγάπης και κατοχής »
Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη κυριαρχούν στα συναισθήματα τους χωρίς να τα καταργούν.
Δεν άγονται και φέρονται από αυτά ανεξέλεγκτα σαν «Ανεμοδαρμένα ύψη και βάθη».
Έχουν δράση, και όχι αντίδραση
Και έχουν θέση, όχι αντίθεση.
Οι λόγοι τους είναι αριστουργήματα συγκροτημένης σκέψης , συμπεριεκτικού στοχασμού και ρητορικής ,εμπεριέχοντας το υδάτινο στοιχείο στην ισορροπημένη του αναλογία αποφεύγοντας την οποιαδήποτε έλλειψη και την υπερβολή.
Η γη
Από τον υπέρμετρο ιδεαλισμό, πνευματισμό, θεοσοφισμό και υποκειμενικό ασυγκράτητο συναισθηματισμό του νερού στον άκρατο υλισμό της γης.
Η αναγκαιότητα της ύλης και οι λόγοι της!
Η ανάγκη «πρώτη θεά» και όλοι πείθονται και την προσκυνούν κάμπτοντας τα γόνατα ως οσφυκάμπες και παρακάμπτοντες θέματα ουσίας σε ολοκληρωτικές εξουσίες.
Με την Δήμητρα, μητέρα της τροφής στον Ταύρο, την Εστία εξαγνιστική ιέρεια της καθαρότητας στην Παρθένο και τον Δία, άπιαστο αγριοκάτσικο της Αιγός Αμάλθειας να σκαρφαλώνει σε απότομες δύσκολες κορυφές ζήνοης ηγεσίας.
Οι Λωτοφάγοι Ταύροι στρώνουν τα τραπέζια μιας υπερεπικούρειας χλιδής και νωχέλειας και προσφέρουν στον Οδυσσέα καλό φαγητό, σεξ, άνετη ζωή και ένα βολικό καναπέ υπεραπλούστευσης βοσκώντας τον Ταύρο στην απόλαυση της ζωής και κάνοντας τον Ηράκλειτο να αναφωνήσει:
Αν η ευτυχία ήταν στις υλικές απολαύσεις θα λέγαμε ευτυχισμένα τα βόδια και τις αγελάδες που βόσκουν χόρτο στο λιβάδι.
Ο Οδυσσέας αρνείται την “βοσκή χόρτου” και αποχωρεί όταν η Πηνελόπη έρχεται αντιμέτωπη με τον Πόλυβο που την ζητά σε γάμο πλούσιος σε βόδια ομόλογα και σε μετρητά.
Η ανώτερη ευφυΐα της δεν της επιτρέπει να πλαγιάσει με έναν πολύφερνο γαμπρό μειωμένης αντίληψης και μεγάλης ιδιοτέλειας μιας φτωχής μικρής εμβέλειας ψυχής.
Ο Κτήσιππος με πολλά άλογα και κριτικά μέσα θα την διεκδικήσει και θα της ζητήσει να εμφανισθεί και να φωτογραφηθεί επώνυμα και διάσημα, αλλά η Πηνελόπη κατεβαίνει πάντα τα σκαλιά και συνομιλεί μαζί τους χωρίς να τους επιτρέπει να δουν το πρόσωπο της, ανώνυμα διακριτικά σεμνά.
Είναι πίσω από ένα μαντήλι όταν τους μιλά προστατεύοντας την προσωπική , την ιδωτική ζωή των ανωτέρων διαμερισμάτων του παλατιού για να μην από τις πολλές ανεξέλεκτων ενστίκτων και α-λόγων οπλές παραβιασθεί και καταπατηθεί ως βορά στον τηλεπικοινωνικό ανθρωποφάγο κανιβαλισμό κάτω από το μάτι του μεγάλου αδελφού.
Και ο Οδυσσέας από τους Λαιστρυγόνες που “διυλίζουν τον κώνωπα και τους ξεφεύγει ο ελέφαντας ” σε κακόβουλες κακεντρεχείς υπεκριτκές αναχωρεί βιαστικά, μη χάνοντας χρόνο σε εθελοτυφούντες “μη μου άπτου” κορασίδες και άγριες, υστερικές, επιθετικές μαινάδες του αντιφατικού νου.
Ο Αγέλαος ,αγελαίος μνηστήρας πολιορκεί την βασίλισσα της Ιθάκης αγέλαστος καταθλιπτικός σοβαροφανής δικτατορικός εξουσιαστικός πένθιμος σφάζοντας τον ταύρο με της δικτατορία του φασισμού, του ολοκληρωτικού σοσιαλισμού και την άβουλη μάζα της ελεεινότητας “των ταπεινών και καταφρονεμένων” που από έσχατοι γίνονται πρώτοι στο θρόνο των μακαρισθέντων,
ενώ ο Οδυσσέας περνά μελαγχολικά απογεύματα και ηλιοβασιλέματα φυλακισμένος στη Ωγυγία από μια θεά.
Η αναγκαιότητα της συνείδησης να συνυπάρξει με την ύλη οδηγεί τους μνηστήρες της γης σε καταχρήσεις του υπερβολικού υλισμού. Γραπωμένους από αυτόν όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του.
Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη δεν είναι πεινασμένοι και δεν αισθάνονται φτωχοί σε τίποτα. Οταν πεινούν τρώνε ένα ορτύκι και όχι όλα τα ορτύκια αποφεύγοντας να στύψουν τον κόσμο σαν λεμόνι σαν ζήτουλες που δεν έχουν ξαναφάει ποτέ στην ζωή τους φοβούμενοι πως δεν θα ξαναφάνε.
Ακόμη, αν χρειαστεί ,μπορούν να εκμηδενίσουν τις ανάγκες τους καθώς και τις αδυναμίες τους για να παραμείνουν ελεύθεροι στην ψυχή και αξιοπρεπείς σε ένα αυτοσεβασμό ουσιαστικής υπερηφάνειας και καθολικής δύναμης και ολκής.
Ο αέρας
Αμφιμέδων, Αμφίνομος και Ευρύμαχος, οι μνηστήρες του αέρα,
στο παλάτι της Ιθάκης την Πηνελόπη διεκδικούν , ενώ ο Οδυσσέας από τον Αίολο , της Σκύλας και της Χάρυβδης τα στενά περνά και στην σχερία Φαιακία για λίγο σταματά.
Ο Αμφιμέδων παίρνει τα τηλεπαράθυρα , τα ιστολόγια , τα καφενεία με την σειρά και συνεχώς μιλά χωρίς να λέει απολύτως τίποτα αρχόσχολα και βαρετά. Στέλνει μηνύματα διαφημιστικά, προβάλλεται αυτάρεσκα χωρίς να υπάρχει ένα κέντρο σημείο αναφοράς πουθενά.
Η υπερπληροφόρηση και η παραπληροφόρηση καίνε το ανθρώπινο μυαλό που είναι αδύνατο μέσα σε όλη αυτή την σκουπιδολαγνεία να βρει να κατανοήσει το ουσιαστικό σε μία ακατάσχετη φλυαρία περί του ανοήτου και ένα φθηνό κουτσομπολιό.
Ο Οδυσσέας παίρνει μαζί του τον ασκό του Αιόλου και κρατά κλεισμένους του ανέμους. Ταξιδεύουν με το σωστό αεράκι, αλλά η ανοησία των συντρόφων του τον ανοίγει καταστροφικά και διασκορπίζονται σαν της σκόνης τα αερικά.
Η Πηνελόπη δεν μπορεί να δεχθεί δίπλα της ένα ρηχό, φθηνό , επιφανειακό ,κουτσομπόλη , περιφερόμενο , αρχόσχολο σχολιαστή και ο Οδυσσέας απεχθάνεται την γυναικεία ευτελούς επιπέδου κατινιά, ακόμη και όταν την συναντά σε άντρες παρ όλα αυτά.
Ο γνωστός μας Αμφίνομος με τα παραθυράκια του νόμου “νάχαμε να λέγαμε” και είναι καλά να έχουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο κατά το δοκούν συμφέρον.
Τις πταίει;
Ανακράζει ο Χαρίλαος Τρικούπης, επίκαιρος όσο ποτέ!
Η “κολοκυθιά” είναι το παιγνίδι που την ανομία συντηρεί και βολεύει πολύ καλά αλλά η Πηνελόπη τους απορρίπτει για όλα αυτά ,ενώ ο Οδυσσέας τεκμηριώνει την ετυμηγορία με “το κατηγορώ ” του Ελζίν Ζολά.
Ο Ευρύμαχος ανοίγει μάχες εδώ και εκεί με σκοπό να διασπάσει την προσοχή και από το κυρίως θέμα να ξεστρατίσει με την αποφυγή και την υπεκφυγή.
Εκεί που μας χρωστούσανε μα ς πήραν και το βόδι και προσφέρεται να πληρώσει για τα λίγα γουρουνάκια που έφαγε διότι την Πηνελόπη σεβάστηκε με άκρατο σεβασμό πολύ.
Αλλά και ο Ευρύαλος στους Φαίακες, τον Οδυσσέα προκαλεί
γιατί είναι ασυνείδητος στο ακρογιάλι της χαμηλής συνείδησης που περιπατεί.
Οι λόγοι του αέρος, με τον Ερμή στους Διδύμους κύριο ερμηνευτή, την Αφροδίτη στον Ζυγό σε άψογή αισθητική και την Άρτεμη στον Υδροχόο σε ειλικρινή σχέση φιλική, εμπεριέχουν όλη την ικανότητα της διανοητικής διαδικασίας της ανθρώπινης σκέψης σε μια βάση ακρίβειας λογική, επαγωγική και αναγωγική σύνθεση και ανάλυση συμπεριεκτική που ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη , ως λογικά όντα του ορθού λόγου, που τον κόσμο δημιουργεί, δεν εγκαταλείπουν ποτέ, μα ποτέ.

Η φωτιά
Κίκονες, το νησί του Ήλιου και οι Σειρήνες , οι σταθμοί της φωτιάς.
Έλατος, Ευρυδάμας και Πείσανδρος , οι μνηστήρες της φωτιάς.
Σκοτώνουν τους ήρωες, λοιδορούν τα καλύτερα παλικάρια, περιθωριοποιούν τους αγνούς αγωνιστές , υποβιβάζουν τις αξίες απαξιώνουν την ιστορία ,τις μνήμες ,τους αγώνες και τα ιδανικά,αφανίζουν την κληρονομιά.Δολοφονούν την ανθρωπιά.
Καίνε τα δάση ,τα καταστήματα, τα σπίτια αφήνοντας στάχτη παντού και ρημαδιά.
Υπερφίαλοι ,καιροσκόποι ,τυχοδιώκτες πατριδοκάπηλοι, κομματάρχες αρχηγίσκοι, από τζάκια, κορώνες των μπαλκονιών και των αμβώνων εκφωνούν και εκμεταλλεύονται των ανοήτων οπαδών τους τα χειραγωγημένα , πράσινα ,κόκκινα ,μπλε και κίτρινα μυαλά.
Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη στέκονται φρουροί, άγρυπνοι στις Πύλες της Φωτιάς με την ρώμη, το σπαθί του Άρη, το τόξο του Απόλλωνα και σύμβουλο Μέντορα ,την σοφία της Αθηνάς.
Με ελατή και όλκιμη συνείδηση κομμένη και ραμμένη στο κρεβάτι του Προκρούστη, ο Έλατος φλερτάρει επίμονα την Πηνελόπη κάνοντας “τον γάιδαρο να πετάει” και οι Κίκονες επιτίθενται λυσσαλέα στον Οδυσσέα με μένος και βαρβαρότητα όταν περνάει από το νησί τους και τους χαρτογραφεί στις αντιδράσεις τους προσεχτικά.
Οι σύντροφοι του σφάζουν τα βόδια του Ήλιου και θυσιάζουν τον έρωτα για ένα ,των επωνύμων αγκαλά ,όταν ο Ευρυδάμας , γόνος πλούσιος πολιορκεί την Πηνελόπη και της προτείνει μαζί του να κοιμηθεί γιατί έχει ένα πορτοφόλι του Ευρυάδη χοντρό πολύ.
Ο Πείσανδρος συντάσσει πολιτικές διακηρύξεις ,μανιφέστα, νομικά τερτίπια και κάνει προγραμματικές δηλώσεις προς άγρα ψηφοφόρων, οι οποίοι κάνουν το ψόφιο κοριό σε ότι νομίζουν δεν τους αφορά. Η Πηνελόπη καταλαβαίνει πως όλα αυτά είναι “δηλώσεις ” που μένουν μόνο στα λόγια και στα χαρτιά και ο Οδυσσέας με τις Αμαζόνες πολεμά και τις Σειρήνες δεμένος στο κατάρτι ακούει και κοιτά.
Οι λόγοι της φωτιάς είναι ένθερμοι, ενθουσιώδεις, φλογεροί σαν εραστές, είναι ζεστοί σαν Ήλιος τον χειμώνα, δροσεροί σαν φεγγάρι τον Αύγουστο, την ψυχή ολόρθη στηρίζουν σε λάβα ηφαιστείου πρωτογενή,γιατί ανήκουν στο θάρρος της καρδιάς και στην ανάταση ψυχής που η Πηνελόπη και ο Οδυσσέας αντλούν από την ίδια την ευθύνη της ύπαρξης τους, ατρόμητοι κομάντος σε επικίνδυνες αποστολές , πάνω στην γαλαζοπράσινη Γη όταν ζουν και περπατούν και ένα τραγουδάκι σιγοτραγουδούν .
Αγκαλιασμένοι ενωτικά , ομονοούν στην κρεβατοκάμαρα τους ,με πάθος με αγάπη και έρωτα τρελό , ο ένας τον άλλον στα μάτια όταν κοιτούν , τις δε μάσκες, τα μαντήλια και τα κουρέλια μιας ομηρικής μεταμφίεσης ενός πολεμιστή ποιητή από την κουπαστή ενός πολύχρωμου ονείρου που γνέθουν, υφαίνουν και κεντούν,στα σύνορα της αιωνιότητας …πετούν.
Μαζί για πάντα, ανίκητοι και ακατανίκητοι, δίδυμα αστέρια στον ίδιο ουρανό λάμπουν και φεγγοβολούν.
Ε.Λ.Ζ.Ι.Ν
Η θέληση

Η δύναμη της απόφασης

Η τέχνη των πολεμιστών

Στο εδώ, στο πάνω, στο κάτω, στο ολόγυρα ,στο παντού
...από την Αρχή ξανά

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Α-Ω. Οι Πολεμιστές του Απείρου

Αϊδιος κεφαλή

Οι πολεμιστές των ηπείρων του απειρωτάν
οπλίτες της χώρας του Λιονταριού
πολίτες των πολιτειών του Φεγγαριού.
Ατενιστές του Παντός.
Οι γιοι του Ανέμου
, οι κόρες του Ήλιου,

τα αδέλφια της Γης, η Φλόγα μιας όρθιας ψυχής

Βορράς, Αχιλλεύς ! Ο δύσκολος άνεμος. Η δράση και η ισχύς!
Κυριάρχη ιδιότητα και θεική λειτουργία, η διάβαση από την πύλη αυτή, των θνητών.
Η σκληρή ώρα του μεσημεριού και οι Πράξεις των πολεμιστών σε υλοποιητική εφαρμογή.
Ο Ήλιος στο ζενίθ να καίει και να πυρπολεί κοιμισμένες συνειδήσεις και κοιμισμένες βασιλοπούλες παθιασμένα να φιλεί!
Ο υπερβόρειος Αχιλλέας και Αλέξανδρος το ακριβές αντίγραφο του, ο μέγας εκπολιτιστής!
Οι Βόρειοι πολεμιστές είναι φιλόδοξοι σε επιθετική πολιτική ,
ως την καλύτερη άμυνα και γραμμή.
Αδιάλλακτοι σε θυμό και οργή φοβερή.
Καθόλου μετριοπαθείς και διπλωματικοί, υπεράνω όλων η τιμή και η πατρίς.
Δεν πιάνουν ψιλή κουβεντούλα , ούτε συζήτηση με τον Δαρείο διαλογικής υφής. Λίγα λόγια, τα απαραίτητα και έργα πολλά.
Τα υπόλοιπα είναι περιττά.
Είναι πάντα στην πρώτη γραμμή και μάχονται με ασυγκράτητοι ορμή. Στις υπερβολές τους έχουμε κορώνες υπερβολικά εθνικιστικές και γίνονται τρωτοί.
Αν ο Μενέλαος πρέπει να νικήσει τον φόβο , σαν τον πρώτο εχθρό της γνώσης και τους μικρούς τυράννους του οίκτου και του αυτοοίκτου,
ο Αχιλλέας πρέπει να αναμετρηθει με την δύναμη
και η άλλη πλευρά του Αγαμέμνονα “τυράννου ” στην μήνι του να μην αναδυθεί.
Οπωσδήποτε οι γάμοι με την Ιφιγένεια να τελεστούν και οι ορμέφυτες δυναμικές ορμές αρμονικά στην σωστή κατεύθυνση να διοχετευθούν. Ο Ταύρος να μην σφαγιασθεί ούτε ο Κριός να θυσιαστεί.
Η Λεοντή κατάλληλα να φορεθεί.
Ο Οδυσσέας συνομιλεί με τον Αχιλλέα στην κάθοδο του στην Άδη και πολλά συνειδητοποιεί από τον διάλογο αυτό .
Τα όπλα του Αχιλλέα στην μονομαχία με τον Αίαντα κατακτά και φυλά στο νου του προσεχτικά.Ο Αχιλλέας , μέγας πολεμιστής στην Πύλη του Βορρά , αμείλικτος κυνηγός, τον τροχό του χρόνου από το κέντρο του κόσμου ενεργοποιεί την κατάλληλη ώρα και στιγμή.

Μενέλαος ,οι πολεμιστές της Ανατολής
και οι κυνηγοί του χρόνου
ξεκινώντας από το πρωί που είναι η ώρα τους,
με την κυρίαρχη ιδιότητα τους και λειτουργία
την ευχάριστη νηφαλιότητα της μόρφωσης.
Ο «τύπος» του Μενέλαου είναι ο μορφωμένος άνθρωπος, καλλιεργημένος, μελετητής αναλυτής διαλεκτικός ,διαλλακτικός ευχάριστος συζητητής. Έχει διαβάσει πολλά βιβλία κυρίως ανατολικής κατεύθυνσης, βουδιστικού διαλογισμού, Σατυανάντα, Όσσο και άλλων γκουρού της μη βίας.
Φλερτάροντας με την θεοσοφία, Μπέιλη, Μπλαβάτσκυ και άλλα συναφή, πλαγιάζει με την γνώση και την ομορφιά και ξυπνά μόνος, γιατί την έχουν κλέψει άλλοι επιτήδειοι "υιοί χριστιανοί ” της μέσης Ανατολής
που τους έχει φιλοξενήσει και την έχουν πάρει στην Τροία και σε πατριαρχεία μακριά.
Είναι υποχρεωμένος να πολεμήσει για να την ξαναφέρει κοντά μου και μετά από χρόνια πολλά.
Ακόμη και αν δεν έχει διαβάσει πολύ με τον τρόπο της σκέψης του αρκετά πράγματα κατανοεί.
Είναι μετριοπαθής στις δηλώσεις του και εκδηλώσεις του και κινδυνεύει σαν άχρωμος, άοσμος και άγευστος να χαρακτηριστεί σε μια υπερβολή.
Ο Γκάντι, ανατολικός άνδρας σε αρκετά σημεία τον πιστοποιεί και την ωραία Ελένη, ο άλλος «Πάρις» την έχει πάρει η δε Ινδία παραμένει υπό κατοχή.
Είναι φίλος, σύντροφος και συμπολεμιστής του Οδυσσέα. Μαζί θα κλειστούν στον Δούρειο Ίππο και όταν η Ελένη θα κάνει τον γύρο τρεις φορές μιμούμενη τις φωνές των γυναικών τους, κανείς δεν θα ξεμυτίσει με αυστηρή την οδηγία του Οδυσσέα.
Στο παλάτι του, στην ατείχιστη πόλη της Σπάρτης, υποδέχεται τον γιο του με τιμές, τον αναγνωρίζει από το καθαρό και μεγάλο μέτωπο και το βλέμμα που του μοιάζει. Και όταν ο Τηλέμαχος ακούει τις ιστορίες της Τροίας και θλίβεται αγωνιά για την τύχη του πατέρα του η Ελένη με το νηπενθές που τους κερνάει θεραπεύει την καρδιά του και τις τραυματικές της παιδικής του ηλικίας, πληγές.Ο Μενέλαος είναι μεγάλος πολεμιστής, που μένει κοντά στο λαό, μόνο που του κλέβουν πάντα την γυναίκα και το κάλος της γνώσης και οφείλει να εκστρατεύσει ανατολικά για να φέρει πίσω την κλεμμένη ομορφιά.
Ο Νέστωρ και οι πολεμιστές της Δύσης
στην μαγική ώρα του δειλινού ανάμεσα σε δύο παράλληλους κόσμους ονειρευτές του χώρου, την σχισμή του, διαπερνούν και στην δεύτερη προσοχή περνούν.
Ο σιωπηλός μάρτυς, όλων των γεγονότων του πνεύματος,
ο γέρος που νεύει με νεύματα καθόλου φλύαρα για την σιωπηλή γνώση,
όπως ο Κρισναμούρτι δεν ομιλεί και ατέλειωτα για την σιωπή.
Έίναι πιο απρόσιτος από το καλό παιδί του λαού, τον Μενέλαο
γιατί την Πύλη της Δύσης στην Πύλο φρουρεί με την σοφή λογική.
Και η γυναίκα του η Ευρυδίκη, Αναξίβια παραμένει σύζυγος ,βασίλισσα σωστή.
Ορθολογιστής, αριστοτελιστής, επιστήμων,ή δονχουανιστής σαμανιστής ρήτωρ γλυκομίλητος, συνδυάζει σοφά την φυσική και την εξήγηση της πλατωνικής την μεταφυσική με σπονδές στο Ποσειδώνα και σε αιγιαλό εκατόμβης μακρύ. Του Αγαμέμνονα και Αχιλλέα σεβάσμιος συμφιλιωτής.
Ο Τηλέμαχος, περνά δυο φορές από την θέση της αντίληψης ,
του συμπολεμιστή του πατέρα του, στον δρόμο για την Σπάρτη
κατόπιν συμβουλής της Αθηνάς που τον συνοδεύει ,ως Μέντωρ.
Η κόρη του η Πολύκαστη ,τον γιο του Οδυσσέα σε λουτρό τον βοηθά να καθαριστεί.
Λούζει τον Τηλέμαχο, τον αλείφει με λάδι και να ντύνει με όμορφα ρούχα, χλαμύδα και χιτώνα. Μαζί του ο Πεισίστρατος ο μικρότερος γιος του, ταξιδεύει σε άρμα για το παλάτι της Σπάρτης και στην επιστροφή για την Ιθάκη, ο Θεοκλύμενος ο μάντης του Απόλλωνα, τον ακολουθεί προφητεύοντας την μνηστηροσφαγή.
Οι Δυτικοί πολεμιστές εργάζονται πίσω τα φώτα, διακρίνοντας στο σκοτάδι μετά την Δύση του Ηλίου, πίσω από την δημοσιότητα και την σκηνή, σεμνά ,αθόρυβα σκληρά και μεθοδικά, αφανείς ήρωες , χωρίς πολλές επιδείξεις και αυτοπροβολές.
Αφουκράζονται την καρδιά του Τηλέμαχου που για τον πατέρα του ψάχνει και αγωνιεί.
Με την κύρια ιδιότητα προσήλωσης στον Σκοπό και την λειτουργία ενός εργαστηρίου, την οργανωτική.
Την διαύγεια την υπερβολική, σαν εχθρό της γνώσης κατατροπώνουν, την υπεροπτική.
Ο Νέστωρ ο Γερήνιος , ανδρείος πολεμιστής του πνεύματος και της ορθής σοφίας την Πύλη της Δύσης άγρυπνα φρουρεί και δια τον ορθό Λόγο όταν χρειάζεται , ομιλεί.

Ο Νότος! Οδυσσεύς
Οι Πολεμιστές του Νότου, επωάζουν ένα Έρωτα Φάνητα Ωόν ,ακόμη και στην παγωνιά του χειμώνα σε Αλκυονίδες ημέρες τον καιρόν. Το φροντίζουν, το προστατεύουν, το ανατρέφουν , το διατρέφουν, το κυοφορούν γιατί βαθιά, σταθερά το αγαπούν.
Χορεύουν μαζί του και του τραγουδούν.
Είτε μιλούν, είτε σιωπούν, όλος ο χώρος γύρω τους διαποτίζεται από μια αύρα Απολλώνιας ζεστασιάς, εκτυφλωτική και ο χρόνος από μια Διονυσιακή οκτάβα μουσικής, υπερβατική.
Συνδέουν, ζευγαρώνουν το ναγουάλ με το τονάλ, ενέργεια και ύλη και είναι πραγματικοί δημιουργοί.
Με το άψογον των «μη πράξεων» τους, καλούν το πνεύμα να εμφανισθεί στην μεγάλη του κόσμου την σκηνή ,κυνηγοί και ονειρευτές αποτελεσματικοί.
Ο δισέγγονος του Ερμή, έρχεται από τον Νότο, την Κρήτη όπως δηλώνει στην Πηνελόπη σε μια ιστορία μισή αλήθεια και μισή ψέματα , μεγάλος παραμυθάς ,που εξιστορεί. Τυλιγμένος σε μια κόκκινη χλαίνη και στην ζεστασιά μιας νύχτας με την προστατευτική την προβιά στο παλάτι που ξενυχτά. Παρ όλο που έχει ξαναχρησιμοποιήσει την ενδυμασία προβάτου στου Κύκλωπα την σπηλιά, απέχει πολύ από την νοοτροπία αυτή του «αμνού». Δεν είναι τόσο καλό παιδί όσο ο Μενέλαος ο μετριοπαθής, δεν είναι τόσο απρόσιτος όσο ο Νέστωρ ο παρατηρητής, δεν είναι τόσο ημίθεος όσο ο Αχιλλέας ο μέγας κατακτητής. Ο Οδυσσέας είναι ένας άνθρωπος της γνώσης, ένας περιπετειώδης εξερευνητής. Με κύρια ιδιότητα το θάρρος και την ακαταπόνητη θαυμαστή λειτουργία ποτέ να μην παραιτείται και υποχωρεί ,ακόμη και αν όλοι οι σύντροφοι έχουν χαθεί, θα συνεχίσει μόνος την επιστροφή.
Με λάθη, με πάθη, λάτρης της περιπέτειας , των εντόνων καταστάσεων των αξιοθαύμαστων ελιγμών , ενεργειακών πιδάκων ανατρεπτικών, ακούραστος ταξιδευτής. Καθόλου χλιαρός , πολύ ψυχρός και πολύ καυτός, παίρνει μέρος σε όλα μέσα στην ζωή και περνάει απ όλα με τόλμη θαυμαστή. Η περιέργεια του τον βάζει σε μεγάλους μπελάδες ,το κοσμοπολίτικο πνεύμα του τον οδηγεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του να καταγράφει και να χαρτογραφεί.
Είναι όμως αυτός που μπορεί να ολοκληρώσει και να τελειώσει μια δουλειά και μια αποστολή όταν όλοι οι άλλοι θα έχουν παραιτηθεί.
Ο Οδυσσέας, εγγονός του Αυτόλυκου, έχει την ζεστασιά του Νότου, το μυαλό ,το νου τον ερωτικό, του Διός,
την γοητεία του , στις πολλαπλές ερωτικές του περιπέτειες συλλήψεις που ζευγαρώνει και διαιρεί, την ευγλωττία του Ερμή, την ερμηνεία του και τα σκανδαλιάρικα ψέματα του.
Είναι μπερδεμένος στο συναίσθημα του Ποσειδώνα μέχρι το νερό των Νίπτρων να απεγκλωβιστεί, έχει την γνώση του Πλούτωνα μετά την συνομιλία του με τον μάντη τον Τειρεσία στον Άδη και τις οδηγίες του για το πώς θα πορευθεί Στο τέλος το τόξο του Απόλλωνα πιάνει για να ευθυγραμμίσει τα ενεργειακά κέντρα των σφαιρών σε νησί ευθύ. Μαζί του κουβαλάει πάντα την καρδιά του Τηλέμαχου, τον κόσμο να θαυμάζει και να απορεί
και τα ρούχα που του έχει δώσει η Πηνελόπη με γερή την αρματωσιά της αγάπης να κρατεί.
Ο Οδυσσέας είναι ένας πολυμήχανος , πολύστροφος πολεμιστής με ειδική πάστα και ενεργειακή δομή, νικά τα γηρατειά, πετά τα κουρέλια και την ζητιανιά, τον τέταρτο εχθρό της γνώσης μέσω της ανακεφαλαιωτικής διαδικασίας στριμώχνει σε μια ανατροπή της σκέψης στο ασύλληπτο. Σε προσωπικό, εθνικό και συλλογικό επίπεδο, στα ίχνη ενός Ποιητού Ομήρου, στην άκρη της θαλπωρής ενός ονείρου, στο κάθετο άξονα,
Ήλιος του μεσονυκτίου ,σφυρίζοντας από τρεις φορές, σε αμαξοστοιχία εξπρες, στις τέσσερις διευθύνσεις του ορίζοντα που κυκλώνει και τον διαπερνά με αέρα,γη, νερό και φωτιά.
Αυτός ο αξιοθαύμαστος άνθρωπος της Μνήμης, που ποτέ εκεί που θέλει και πρέπει να φθάσει δεν ξεχνά.

Ε.Λ.Ζ.Ι.Ν

....ταξιδεύοντας στην ενεργό πλευρά του ομηρικού σύμπαντος
στο τώρα, στο πριν, στο μετά, στο πάντα του Όλου

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Ω. Ωμέγα Πύλη Αχιλλειάδος


Famous statue of Achilles at Achilleion
Το πέρασμα στην Αιωνιότητα και την Αθανασία
του Έλληνος πολεμιστή μέσα από την σχισμή του Χρόνου
στην καινούργια χιλιετία της επομένης χιλιάδος
του Χώρου

Αχιλλεύς, όρθιος, αθάνατος, άτρωτος,
ατενίζων την Ανατολή στον κήπο των Φαιάκων
στο λυκαυγές της μεγάλη ημέρας του φωτός.
Τα τραγούδια του Δημόδοκου
Ωδείον των αοιδών
Η επίκληση των Μουσών
Η ενθύμηση και η Μνημοσύνη
Η περιγραφή της Ασπίδος
Η κατασκευή του Δούρειου Ίππου
Η αφήγηση του Οδυσσέως
Ομήρου του Ποσειδώνος
Τα δάκρυα και οι ωδίνες των Ελλήνων
Περιπλανώμενων Εξερευνητών
Η αρωγή του Αλκίνοου και της Αρήτης
φίλων και συντρόφων, ανθρώπων, διαφωτιστών,
φιλελλήνων Λαμπερών
Ω! Μέγα Μυθικές Ιστορίες των Ελλήνων Πολεμιστών!

Ω Ιλιάδος

Λῦτο δ' ἀγών, λαοὶ δὲ θοὰς ἐπὶ νῆας ἕκαστοι
ἐσκίδναντ' ἰέναι. τοὶ μὲν δόρποιο μέδοντο
ὕπνου τε γλυκεροῦ ταρπήμεναι· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
κλαῖε φίλου ἑτάρου μεμνημένος, οὐδέ μιν ὕπνος
ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ' ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα
Πατρόκλου ποθέων ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠΰ,
ἠδ' ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων·
τῶν μιμνησκόμενος θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἶβεν,
ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε 10
ὕπτιος, ἄλλοτε δὲ πρηνής· τοτὲ δ' ὀρθὸς ἀναστὰς
δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός· οὐδέ μιν ἠὼς
φαινομένη λήθεσκεν ὑπεὶρ ἅλα τ' ἠϊόνας τε.
ἀλλ' ὅ γ' ἐπεὶ ζεύξειεν ὑφ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
Ἕκτορα δ' ἕλκεσθαι δησάσκετο δίφρου ὄπισθεν,
τρὶς δ' ἐρύσας περὶ σῆμα Μενοιτιάδαο θανόντος
αὖτις ἐνὶ κλισίῃ παυέσκετο, τὸν δέ τ' ἔασκεν
ἐν κόνι ἐκτανύσας προπρηνέα· τοῖο δ' Ἀπόλλων
πᾶσαν ἀεικείην ἄπεχε χροῒ φῶτ' ἐλεαίρων
καὶ τεθνηότα περ· περὶ δ' αἰγίδι πάντα κάλυπτε 20
χρυσείῃ, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων.

Ὣς ὃ μὲν Ἕκτορα δῖον ἀείκιζεν μενεαίνων·
τὸν δ' ἐλεαίρεσκον μάκαρες θεοὶ εἰσορόωντες,
κλέψαι δ' ὀτρύνεσκον ἐΰσκοπον Ἀργειφόντην.
ἔνθ' ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ' Ἥρῃ
οὐδὲ Ποσειδάων' οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ,
ἀλλ' ἔχον ὥς σφιν πρῶτον ἀπήχθετο Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἄτης,
ὃς νείκεσσε θεὰς ὅτε οἱ μέσσαυλον ἵκοντο,
τὴν δ' ᾔνησ' ἥ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν. 30
ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐκ τοῖο δυωδεκάτη γένετ' ἠώς,
καὶ τότ' ἄρ' ἀθανάτοισι μετηύδα Φοῖβος Ἀπόλλων·
σχέτλιοί ἐστε θεοί, δηλήμονες· οὔ νύ ποθ' ὑμῖν
Ἕκτωρ μηρί' ἔκηε βοῶν αἰγῶν τε τελείων;
τὸν νῦν οὐκ ἔτλητε νέκυν περ ἐόντα σαῶσαι
ᾗ τ' ἀλόχῳ ἰδέειν καὶ μητέρι καὶ τέκεϊ ᾧ
καὶ πατέρι Πριάμῳ λαοῖσί τε, τοί κέ μιν ὦκα
ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν.
ἀλλ' ὀλοῷ Ἀχιλῆϊ θεοὶ βούλεσθ' ἐπαρήγειν,
ᾧ οὔτ' ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὔτε νόημα 40
γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι, λέων δ' ὣς ἄγρια οἶδεν,
ὅς τ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ
εἴξας εἶσ' ἐπὶ μῆλα βροτῶν ἵνα δαῖτα λάβῃσιν·
ὣς Ἀχιλεὺς ἔλεον μὲν ἀπώλεσεν, οὐδέ οἱ αἰδὼς
γίγνεται, ἥ τ' ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ' ὀνίνησι.
μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι
ἠὲ κασίγνητον ὁμογάστριον ἠὲ καὶ υἱόν·
ἀλλ' ἤτοι κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε·
τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν.
αὐτὰρ ὅ γ' Ἕκτορα δῖον, ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα, 50
ἵππων ἐξάπτων περὶ σῆμ' ἑτάροιο φίλοιο
ἕλκει· οὐ μήν οἱ τό γε κάλλιον οὐδέ τ' ἄμεινον.
μὴ ἀγαθῷ περ ἐόντι νεμεσσηθέωμέν οἱ ἡμεῖς·
κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει μενεαίνων.

Τὸν δὲ χολωσαμένη προσέφη λευκώλενος Ἥρη·
εἴη κεν καὶ τοῦτο τεὸν ἔπος ἀργυρότοξε
εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἕκτορι θήσετε τιμήν.
Ἕκτωρ μὲν θνητός τε γυναῖκά τε θήσατο μαζόν·
αὐτὰρ Ἀχιλλεύς ἐστι θεᾶς γόνος, ἣν ἐγὼ αὐτὴ
θρέψά τε καὶ ἀτίτηλα καὶ ἀνδρὶ πόρον παράκοιτιν 60
Πηλέϊ, ὃς περὶ κῆρι φίλος γένετ' ἀθανάτοισι.
πάντες δ' ἀντιάασθε θεοὶ γάμου· ἐν δὲ σὺ τοῖσι
δαίνυ' ἔχων φόρμιγγα κακῶν ἕταρ', αἰὲν ἄπιστε.

Τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
Ἥρη μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν·

οὐ μὲν γὰρ τιμή γε μί' ἔσσεται· ἀλλὰ καὶ Ἕκτωρ
φίλτατος ἔσκε θεοῖσι βροτῶν οἳ ἐν Ἰλίῳ εἰσίν·
ὣς γὰρ ἔμοιγ', ἐπεὶ οὔ τι φίλων ἡμάρτανε δώρων.
οὐ γάρ μοί ποτε βωμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης
λοιβῆς τε κνίσης τε· τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς. 70
ἀλλ' ἤτοι κλέψαι μὲν ἐάσομεν, οὐδέ πῃ ἔστι,
λάθρῃ Ἀχιλλῆος θρασὺν Ἕκτορα· ἦ γάρ οἱ αἰεὶ
μήτηρ παρμέμβλωκεν ὁμῶς νύκτάς τε καὶ ἦμαρ.
ἀλλ' εἴ τις καλέσειε θεῶν Θέτιν ἆσσον ἐμεῖο,
ὄφρά τί οἱ εἴπω πυκινὸν ἔπος, ὥς κεν Ἀχιλλεὺς
δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ ἀπό θ' Ἕκτορα λύσῃ.
Ὣς ἔφατ', ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα,
μεσσηγὺς δὲ Σάμου τε καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης
ἔνθορε μείλανι πόντῳ· ἐπεστονάχησε δὲ λίμνη.
ἣ δὲ μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν, 80
ἥ τε κατ' ἀγραύλοιο βοὸς κέρας ἐμβεβαυῖα
ἔρχεται ὠμηστῇσιν ἐπ' ἰχθύσι κῆρα φέρουσα.
εὗρε δ' ἐνὶ σπῆϊ γλαφυρῷ Θέτιν, ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄλλαι
εἵαθ' ὁμηγερέες ἅλιαι θεαί· ἣ δ' ἐνὶ μέσσῃς
κλαῖε μόρον οὗ παιδὸς ἀμύμονος, ὅς οἱ ἔμελλε
φθίσεσθ' ἐν Τροίῃ ἐριβώλακι τηλόθι πάτρης.
ἀγχοῦ δ' ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις·
ὄρσο Θέτι· καλέει Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς.
τὴν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα·
τίπτέ με κεῖνος ἄνωγε μέγας θεός; αἰδέομαι δὲ 90
μίσγεσθ' ἀθανάτοισιν, ἔχω δ' ἄχε' ἄκριτα θυμῷ.
εἶμι μέν, οὐδ' ἅλιον ἔπος ἔσσεται ὅττί κεν εἴπῃ.

Ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῖα θεάων
κυάνεον, τοῦ δ' οὔ τι μελάντερον ἔπλετο ἔσθος.
βῆ δ' ἰέναι, πρόσθεν δὲ ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις
ἡγεῖτ'· ἀμφὶ δ' ἄρα σφι λιάζετο κῦμα θαλάσσης.
ἀκτὴν δ' ἐξαναβᾶσαι ἐς οὐρανὸν ἀϊχθήτην,
εὗρον δ' εὐρύοπα Κρονίδην, περὶ δ' ἄλλοι ἅπαντες
εἵαθ' ὁμηγερέες μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες.
ἣ δ' ἄρα πὰρ Διὶ πατρὶ καθέζετο, εἶξε δ' Ἀθήνη. 100
Ἥρη δὲ χρύσεον καλὸν δέπας ἐν χερὶ θῆκε
καί ῥ' εὔφρην' ἐπέεσσι· Θέτις δ' ὤρεξε πιοῦσα.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
ἤλυθες Οὔλυμπον δὲ θεὰ Θέτι κηδομένη περ,
πένθος ἄλαστον ἔχουσα μετὰ φρεσίν· οἶδα καὶ αὐτός·
ἀλλὰ καὶ ὧς ἐρέω τοῦ σ' εἵνεκα δεῦρο κάλεσσα.
ἐννῆμαρ δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν
Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι καὶ Ἀχιλλῆϊ πτολιπόρθῳ·
κλέψαι δ' ὀτρύνουσιν ἐΰσκοπον Ἀργειφόντην·
αὐτὰρ ἐγὼ τόδε κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω 110
αἰδῶ καὶ φιλότητα τεὴν μετόπισθε φυλάσσων.
αἶψα μάλ' ἐς στρατὸν ἐλθὲ καὶ υἱέϊ σῷ ἐπίτειλον·
σκύζεσθαί οἱ εἰπὲ θεούς, ἐμὲ δ' ἔξοχα πάντων
ἀθανάτων κεχολῶσθαι, ὅτι φρεσὶ μαινομένῃσιν
Ἕκτορ' ἔχει παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν οὐδ' ἀπέλυσεν,
αἴ κέν πως ἐμέ τε δείσῃ ἀπό θ' Ἕκτορα λύσῃ.
αὐτὰρ ἐγὼ Πριάμῳ μεγαλήτορι Ἶριν ἐφήσω
λύσασθαι φίλον υἱὸν ἰόντ' ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
δῶρα δ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ.

Ὣς ἔφατ', οὐδ' ἀπίθησε θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα, 120
βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα,
ἷξεν δ' ἐς κλισίην οὗ υἱέος· ἔνθ' ἄρα τόν γε
εὗρ' ἁδινὰ στενάχοντα· φίλοι δ' ἀμφ' αὐτὸν ἑταῖροι
ἐσσυμένως ἐπένοντο καὶ ἐντύνοντο ἄριστον·
τοῖσι δ' ὄϊς λάσιος μέγας ἐν κλισίῃ ἱέρευτο.
ἣ δὲ μάλ' ἄγχ' αὐτοῖο καθέζετο πότνια μήτηρ,
χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζε·
τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων
σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
οὔτ' εὐνῆς; ἀγαθὸν δὲ γυναικί περ ἐν φιλότητι 130
μίσγεσθ'· οὐ γάρ μοι δηρὸν βέῃ, ἀλλά τοι ἤδη
ἄγχι παρέστηκεν θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.
ἀλλ' ἐμέθεν ξύνες ὦκα, Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι·
σκύζεσθαι σοί φησι θεούς, ἑὲ δ' ἔξοχα πάντων
ἀθανάτων κεχολῶσθαι, ὅτι φρεσὶ μαινομένῃσιν
Ἕκτορ' ἔχεις παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν οὐδ' ἀπέλυσας.
ἀλλ' ἄγε δὴ λῦσον, νεκροῖο δὲ δέξαι ἄποινα.

Τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
τῇδ' εἴη· ὃς ἄποινα φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο,
εἰ δὴ πρόφρονι θυμῷ Ὀλύμπιος αὐτὸς ἀνώγει. 140
Ὣς οἵ γ' ἐν νηῶν ἀγύρει μήτηρ τε καὶ υἱὸς
πολλὰ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον.
Ἶριν δ' ὄτρυνε Κρονίδης εἰς Ἴλιον ἱρήν·
βάσκ' ἴθι Ἶρι ταχεῖα λιποῦσ' ἕδος Οὐλύμποιο
ἄγγειλον Πριάμῳ μεγαλήτορι Ἴλιον εἴσω
λύσασθαι φίλον υἱὸν ἰόντ' ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
δῶρα δ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ
οἶον, μὴ δέ τις ἄλλος ἅμα Τρώων ἴτω ἀνήρ.
κῆρύξ τίς οἱ ἕποιτο γεραίτερος, ὅς κ' ἰθύνοι
ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐΰτροχον, ἠδὲ καὶ αὖτις 150
νεκρὸν ἄγοι προτὶ ἄστυ, τὸν ἔκτανε δῖος Ἀχιλλεύς.
μὴ δέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσὶ μὴ δέ τι τάρβος·
τοῖον γάρ οἱ πομπὸν ὀπάσσομεν Ἀργειφόντην,
ὃς ἄξει εἷός κεν ἄγων Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ.
αὐτὰρ ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ἀχιλῆος,
οὔτ' αὐτὸς κτενέει ἀπό τ' ἄλλους πάντας ἐρύξει·
οὔτε γάρ ἐστ' ἄφρων οὔτ' ἄσκοπος οὔτ' ἀλιτήμων,
ἀλλὰ μάλ' ἐνδυκέως ἱκέτεω πεφιδήσεται ἀνδρός.

Ὣς ἔφατ', ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα.
ἷξεν δ' ἐς Πριάμοιο, κίχεν δ' ἐνοπήν τε γόον τε. 160
παῖδες μὲν πατέρ' ἀμφὶ καθήμενοι ἔνδοθεν αὐλῆς
δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον, ὃ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς
ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος· ἀμφὶ δὲ πολλὴ
κόπρος ἔην κεφαλῇ τε καὶ αὐχένι τοῖο γέροντος
τήν ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσι.
θυγατέρες δ' ἀνὰ δώματ' ἰδὲ νυοὶ ὠδύροντο
τῶν μιμνησκόμεναι οἳ δὴ πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ
χερσὶν ὑπ' Ἀργείων κέατο ψυχὰς ὀλέσαντες.
στῆ δὲ παρὰ Πρίαμον Διὸς ἄγγελος, ἠδὲ προσηύδα
τυτθὸν φθεγξαμένη· τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα· 170
θάρσει Δαρδανίδη Πρίαμε φρεσί, μὴ δέ τι τάρβει·
οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ' ἱκάνω
ἀλλ' ἀγαθὰ φρονέουσα· Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι,
ὅς σευ ἄνευθεν ἐὼν μέγα κήδεται ἠδ' ἐλεαίρει.
λύσασθαί σ' ἐκέλευσεν Ὀλύμπιος Ἕκτορα δῖον,
δῶρα δ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ
οἶον, μὴ δέ τις ἄλλος ἅμα Τρώων ἴτω ἀνήρ.
κῆρύξ τίς τοι ἕποιτο γεραίτερος, ὅς κ' ἰθύνοι
ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐΰτροχον, ἠδὲ καὶ αὖτις
νεκρὸν ἄγοι προτὶ ἄστυ, τὸν ἔκτανε δῖος Ἀχιλλεύς. 180
μὴ δέ τί τοι θάνατος μελέτω φρεσὶ μηδέ τι τάρβος·
τοῖος γάρ τοι πομπὸς ἅμ' ἕψεται Ἀργειφόντης,
ὅς σ' ἄξει εἷός κεν ἄγων Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ.
αὐτὰρ ἐπὴν ἀγάγῃσιν ἔσω κλισίην Ἀχιλῆος,
οὔτ' αὐτὸς κτενέει ἀπό τ' ἄλλους πάντας ἐρύξει·
οὔτε γάρ ἔστ' ἄφρων οὔτ' ἄσκοπος οὔτ' ἀλιτήμων,
ἀλλὰ μάλ' ἐνδυκέως ἱκέτεω πεφιδήσεται ἀνδρός.

Ἣ μὲν ἄρ' ὣς εἰποῦσ' ἀπέβη πόδας ὠκέα Ἶρις,
αὐτὰρ ὅ γ' υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην
ὁπλίσαι ἠνώγει, πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς. 190
αὐτὸς δ' ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα
κέδρινον ὑψόροφον, ὃς γλήνεα πολλὰ κεχάνδει·
ἐς δ' ἄλοχον Ἑκάβην ἐκαλέσσατο φώνησέν τε·
δαιμονίη Διόθεν μοι Ὀλύμπιος ἄγγελος ἦλθε
λύσασθαι φίλον υἱὸν ἰόντ' ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν,
δῶρα δ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ.
ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ τί τοι φρεσὶν εἴδεται εἶναι;
αἰνῶς γάρ μ' αὐτόν γε μένος καὶ θυμὸς ἄνωγε
κεῖσ' ἰέναι ἐπὶ νῆας ἔσω στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν.

Ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ· 200
ὤ μοι πῇ δή τοι φρένες οἴχονθ', ᾗς τὸ πάρος περ
ἔκλε' ἐπ' ἀνθρώπους ξείνους ἠδ' οἷσιν ἀνάσσεις;
πῶς ἐθέλεις ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος
ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς

υἱέας ἐξενάριξε· σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.
εἰ γάρ σ' αἱρήσει καὶ ἐσόψεται ὀφθαλμοῖσιν
ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνὴρ ὅ γε οὔ σ' ἐλεήσει,
οὐδέ τί σ' αἰδέσεται. νῦν δὲ κλαίωμεν ἄνευθεν
ἥμενοι ἐν μεγάρῳ· τῷ δ' ὥς ποθι Μοῖρα κραταιὴ
γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ, ὅτε μιν τέκον αὐτή, 210
ἀργίποδας κύνας ἆσαι ἑῶν ἀπάνευθε τοκήων
ἀνδρὶ πάρα κρατερῷ, τοῦ ἐγὼ μέσον ἧπαρ ἔχοιμι
ἐσθέμεναι προσφῦσα· τότ' ἄντιτα ἔργα γένοιτο
παιδὸς ἐμοῦ, ἐπεὶ οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα,
ἀλλὰ πρὸ Τρώων καὶ Τρωϊάδων βαθυκόλπων
ἑσταότ' οὔτε φόβου μεμνημένον οὔτ' ἀλεωρῆς.

Τὴν δ' αὖτε προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·
μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε, μὴ δέ μοι αὐτὴ
ὄρνις ἐνὶ μεγάροισι κακὸς πέλευ· οὐδέ με πείσεις.
εἰ μὲν γάρ τίς μ' ἄλλος ἐπιχθονίων ἐκέλευεν, 220
ἢ οἳ μάντιές εἰσι θυοσκόοι ἢ ἱερῆες,
ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον·
νῦν δ', αὐτὸς γὰρ ἄκουσα θεοῦ καὶ ἐσέδρακον ἄντην,
εἶμι καὶ οὐχ ἅλιον ἔπος ἔσσεται. εἰ δέ μοι αἶσα
τεθνάμεναι παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
βούλομαι· αὐτίκα γάρ με κατακτείνειεν Ἀχιλλεὺς
ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν, ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην.
Ἦ καὶ φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν·
ἔνθεν δώδεκα μὲν περικαλλέας ἔξελε πέπλους,
δώδεκα δ' ἁπλοΐδας χλαίνας, τόσσους δὲ τάπητας, 230
τόσσα δὲ φάρεα λευκά, τόσους δ' ἐπὶ τοῖσι χιτῶνας.
χρυσοῦ δὲ στήσας ἔφερεν δέκα πάντα τάλαντα,
ἐκ δὲ δύ' αἴθωνας τρίποδας, πίσυρας δὲ λέβητας,
ἐκ δὲ δέπας περικαλλές, ὅ οἱ Θρῇκες πόρον ἄνδρες
ἐξεσίην ἐλθόντι μέγα κτέρας· οὐδέ νυ τοῦ περ
φείσατ' ἐνὶ μεγάροις ὃ γέρων, περὶ δ' ἤθελε θυμῷ
λύσασθαι φίλον υἱόν. ὃ δὲ Τρῶας μὲν ἅπαντας
αἰθούσης ἀπέεργεν ἔπεσσ' αἰσχροῖσιν ἐνίσσων·
ἔῤῥετε λωβητῆρες ἐλεγχέες· οὔ νυ καὶ ὑμῖν
οἴκοι ἔνεστι γόος, ὅτι μ' ἤλθετε κηδήσοντες; 240
ἦ ὀνόσασθ' ὅτι μοι Κρονίδης Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκε
παῖδ' ὀλέσαι τὸν ἄριστον; ἀτὰρ γνώσεσθε καὶ ὔμμες·
ῥηΐτεροι γὰρ μᾶλλον Ἀχαιοῖσιν δὴ ἔσεσθε
κείνου τεθνηῶτος ἐναιρέμεν. αὐτὰρ ἔγωγε
πρὶν ἀλαπαζομένην τε πόλιν κεραϊζομένην τε
ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν βαίην δόμον Ἄϊδος εἴσω.

Ἦ καὶ σκηπανίῳ δίεπ' ἀνέρας· οἳ δ' ἴσαν ἔξω
σπερχομένοιο γέροντος· ὃ δ' υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα
νεικείων Ἕλενόν τε Πάριν τ' Ἀγάθωνά τε δῖον
Πάμμονά τ' Ἀντίφονόν τε βοὴν ἀγαθόν τε Πολίτην 250
Δηΐφοβόν τε καὶ Ἱππόθοον καὶ δῖον Ἀγαυόν·
ἐννέα τοῖς ὃ γεραιὸς ὁμοκλήσας ἐκέλευε·
σπεύσατέ μοι κακὰ τέκνα κατηφόνες· αἴθ' ἅμα πάντες
Ἕκτορος ὠφέλετ' ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι.
ὤ μοι ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ' οὔ τινά φημι λελεῖφθαι,
Μήστορά τ' ἀντίθεον καὶ Τρωΐλον ἱππιοχάρμην
Ἕκτορά θ', ὃς θεὸς ἔσκε μετ' ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει
ἀνδρός γε θνητοῦ πάϊς ἔμμεναι ἀλλὰ θεοῖο.
τοὺς μὲν ἀπώλεσ' Ἄρης, τὰ δ' ἐλέγχεα πάντα λέλειπται 260
ψεῦσταί τ' ὀρχησταί τε χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι
ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.
οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα,
ταῦτά τε πάντ' ἐπιθεῖτε, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο;

Ὣς ἔφαθ', οἳ δ' ἄρα πατρὸς ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν
ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐΰτροχον ἡμιονείην
καλὴν πρωτοπαγέα, πείρινθα δὲ δῆσαν ἐπ' αὐτῆς,
κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον ἡμιόνειον
πύξινον ὀμφαλόεν εὖ οἰήκεσσιν ἀρηρός·
ἐκ δ' ἔφερον ζυγόδεσμον ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ. 270
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκαν ἐϋξέστῳ ἐπὶ ῥυμῷ
πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον,
τρὶς δ' ἑκάτερθεν ἔδησαν ἐπ' ὀμφαλόν, αὐτὰρ ἔπειτα
ἑξείης κατέδησαν, ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν.
ἐκ θαλάμου δὲ φέροντες ἐϋξέστης ἐπ' ἀπήνης
νήεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι' ἄποινα,
ζεῦξαν δ' ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργούς,
τούς ῥά ποτε Πριάμῳ Μυσοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα.
ἵππους δὲ Πριάμῳ ὕπαγον ζυγόν, οὓς ὃ γεραιὸς
αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ. 280

Τὼ μὲν ζευγνύσθην ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι
κῆρυξ καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε' ἔχοντες·
ἀγχίμολον δέ σφ' ἦλθ' Ἑκάβη τετιηότι θυμῷ
οἶνον ἔχουσ' ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφι
χρυσέῳ ἐν δέπαϊ, ὄφρα λείψαντε κιοίτην·
στῆ δ' ἵππων προπάροιθεν ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζε·
τῆ σπεῖσον Διὶ πατρί, καὶ εὔχεο οἴκαδ' ἱκέσθαι
ἂψ ἐκ δυσμενέων ἀνδρῶν, ἐπεὶ ἂρ σέ γε θυμὸς
ὀτρύνει ἐπὶ νῆας ἐμεῖο μὲν οὐκ ἐθελούσης.
ἀλλ' εὔχεο σύ γ' ἔπειτα κελαινεφέϊ Κρονίωνι 290
Ἰδαίῳ, ὅς τε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται,
αἴτει δ' οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον, ὅς τέ οἱ αὐτῷ
φίλτατος οἰωνῶν, καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον,
δεξιόν, ὄφρά μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας
τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴῃς Δαναῶν ταχυπώλων.
εἰ δέ τοι οὐ δώσει ἑὸν ἄγγελον εὐρύοπα Ζεύς,
οὐκ ἂν ἔγωγέ σ' ἔπειτα ἐποτρύνουσα κελοίμην
νῆας ἐπ' Ἀργείων ἰέναι μάλα περ μεμαῶτα.

Τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη Πρίαμος θεοειδής·
ὦ γύναι οὐ μέν τοι τόδ' ἐφιεμένῃ ἀπιθήσω. 300
ἐσθλὸν γὰρ Διὶ χεῖρας ἀνασχέμεν αἴ κ' ἐλεήσῃ.

Ἦ ῥα καὶ ἀμφίπολον ταμίην ὄτρυν' ὃ γεραιὸς
χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι ἀκήρατον· ἣ δὲ παρέστη
χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα.
νιψάμενος δὲ κύπελλον ἐδέξατο ἧς ἀλόχοιο·
εὔχετ' ἔπειτα στὰς μέσῳ ἕρκεϊ, λεῖβε δὲ οἶνον
οὐρανὸν εἰσανιδών, καὶ φωνήσας ἔπος ηὔδα·
Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε
δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν,
πέμψον δ' οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον, ὅς τε σοὶ αὐτῷ 310
φίλτατος οἰωνῶν, καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον,
δεξιόν, ὄφρά μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας
τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴω Δαναῶν ταχυπώλων.

Ὣς ἔφατ' εὐχόμενος, τοῦ δ' ἔκλυε μητίετα Ζεὺς
αὐτίκα δ' αἰετὸν ἧκε τελειότατον πετεηνῶν
μόρφνον θηρητῆρ' ὃν καὶ περκνὸν καλέουσιν.
ὅσση δ' ὑψορόφοιο θύρη θαλάμοιο τέτυκται
ἀνέρος ἀφνειοῖο ἐῢ κληῗσ' ἀραρυῖα,
τόσσ' ἄρα τοῦ ἑκάτερθεν ἔσαν πτερά· εἴσατο δέ σφι
δεξιὸς ἀΐξας διὰ ἄστεος· οἳ δὲ ἰδόντες 320
γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη.

Σπερχόμενος δ' ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου,
ἐκ δ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου.
πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην,
τὰς Ἰδαῖος ἔλαυνε δαΐφρων· αὐτὰρ ὄπισθεν
ἵπποι, τοὺς ὃ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευε
καρπαλίμως κατὰ ἄστυ· φίλοι δ' ἅμα πάντες ἕποντο
πόλλ' ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θάνατον δὲ κιόντα.
οἳ δ' ἐπεὶ οὖν πόλιος κατέβαν, πεδίον δ' ἀφίκοντο,
οἳ μὲν ἄρ' ἄψοῤῥοι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο 330
παῖδες καὶ γαμβροί, τὼ δ' οὐ λάθον εὐρύοπα Ζῆν
ἐς πεδίον προφανέντε· ἰδὼν δ' ἐλέησε γέροντα,
αἶψα δ' ἄρ' Ἑρμείαν υἱὸν φίλον ἀντίον ηὔδα·
Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν
ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι, καί τ' ἔκλυες ᾧ κ' ἐθέλῃσθα,
βάσκ' ἴθι καὶ Πρίαμον κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
ὣς ἄγαγ', ὡς μήτ' ἄρ τις ἴδῃ μήτ' ἄρ τε νοήσῃ
τῶν ἄλλων Δαναῶν, πρὶν Πηλεΐωνα δ' ἱκέσθαι.
Ὣς ἔφατ', οὐδ' ἀπίθησε διάκτορος Ἀργειφόντης.
αὐτίκ' ἔπειθ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα 340
ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν
ἠδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο·
εἵλετο δὲ ῥάβδον, τῇ τ' ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει
ὧν ἐθέλει, τοὺς δ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει·

τὴν μετὰ χερσὶν ἔχων πέτετο κρατὺς Ἀργειφόντης.
αἶψα δ' ἄρα Τροίην τε καὶ Ἑλλήσποντον ἵκανε,
βῆ δ' ἰέναι κούρῳ αἰσυμνητῆρι ἐοικὼς
πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη.

Οἳ δ' ἐπεὶ οὖν μέγα σῆμα παρὲξ Ἴλοιο ἔλασσαν,
στῆσαν ἄρ' ἡμιόνους τε καὶ ἵππους ὄφρα πίοιεν 350
ἐν ποταμῷ· δὴ γὰρ καὶ ἐπὶ κνέφας ἤλυθε γαῖαν.
τὸν δ' ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδὼν ἐφράσσατο κῆρυξ
Ἑρμείαν, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο φώνησέν τε·
φράζεο Δαρδανίδη· φραδέος νόου ἔργα τέτυκται.
ἄνδρ' ὁρόω, τάχα δ' ἄμμε διαῤῥαίσεσθαι ὀΐω.
ἀλλ' ἄγε δὴ φεύγωμεν ἐφ' ἵππων, ἤ μιν ἔπειτα
γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν αἴ κ' ἐλεήσῃ.

Ὣς φάτο, σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, δείδιε δ' αἰνῶς,
ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,
στῆ δὲ ταφών· αὐτὸς δ' ἐριούνιος ἐγγύθεν ἐλθὼν 360
χεῖρα γέροντος ἑλὼν ἐξείρετο καὶ προσέειπε·
πῇ πάτερ ὧδ' ἵππους τε καὶ ἡμιόνους ἰθύνεις
νύκτα δι' ἀμβροσίην, ὅτε θ' εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι;
οὐδὲ σύ γ' ἔδεισας μένεα πνείοντας Ἀχαιούς,
οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασι;
τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν
τοσσάδ' ὀνείατ' ἄγοντα, τίς ἂν δή τοι νόος εἴη;
οὔτ' αὐτὸς νέος ἐσσί, γέρων δέ τοι οὗτος ὀπηδεῖ,
ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ.
ἀλλ' ἐγὼ οὐδέν σε ῥέξω κακά, καὶ δέ κεν ἄλλον 370
σεῦ ἀπαλεξήσαιμι· φίλῳ δέ σε πατρὶ ἐΐσκω.

Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
οὕτω πῃ τάδε γ' ἐστὶ φίλον τέκος ὡς ἀγορεύεις.
ἀλλ' ἔτι τις καὶ ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα,
ὅς μοι τοιόνδ' ἧκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι
αἴσιον, οἷος δὴ σὺ δέμας καὶ εἶδος ἀγητός,
πέπνυσαί τε νόῳ, μακάρων δ' ἔξεσσι τοκήων.

Τὸν δ' αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης·
ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα γέρον κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, 380
ἠέ πῃ ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
ἄνδρας ἐς ἀλλοδαποὺς ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ,
ἦ ἤδη πάντες καταλείπετε Ἴλιον ἱρὴν
δειδιότες· τοῖος γὰρ ἀνὴρ ὤριστος ὄλωλε
σὸς πάϊς· οὐ μὲν γάρ τι μάχης ἐπιδεύετ' Ἀχαιῶν.

Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
τίς δὲ σύ ἐσσι φέριστε τέων δ' ἔξεσσι τοκήων;
ὥς μοι καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες.

Τὸν δ' αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης·
πειρᾷ ἐμεῖο γεραιὲ καὶ εἴρεαι Ἕκτορα δῖον. 390
τὸν μὲν ἐγὼ μάλα πολλὰ μάχῃ ἔνι κυδιανείρῃ
ὀφθαλμοῖσιν ὄπωπα, καὶ εὖτ' ἐπὶ νηυσὶν ἐλάσσας
Ἀργείους κτείνεσκε δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ·
ἡμεῖς δ' ἑσταότες θαυμάζομεν· οὐ γὰρ Ἀχιλλεὺς
εἴα μάρνασθαι κεχολωμένος Ἀτρεΐωνι.
τοῦ γὰρ ἐγὼ θεράπων, μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐεργής·
Μυρμιδόνων δ' ἔξειμι, πατὴρ δέ μοί ἐστι Πολύκτωρ.
ἀφνειὸς μὲν ὅ γ' ἐστί, γέρων δὲ δὴ ὡς σύ περ ὧδε,
ἓξ δέ οἱ υἷες ἔασιν, ἐγὼ δέ οἱ ἕβδομός εἰμι·
τῶν μέτα παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι. 400
νῦν δ' ἦλθον πεδίον δ' ἀπὸ νηῶν· ἠῶθεν γὰρ
θήσονται περὶ ἄστυ μάχην ἑλίκωπες Ἀχαιοί.
ἀσχαλόωσι γὰρ οἷδε καθήμενοι, οὐδὲ δύνανται
ἴσχειν ἐσσυμένους πολέμου βασιλῆες Ἀχαιῶν.

Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
εἰ μὲν δὴ θεράπων Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
εἴς, ἄγε δή μοι πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον,
ἢ ἔτι πὰρ νήεσσιν ἐμὸς πάϊς, ἦέ μιν ἤδη
ᾗσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς.

Τὸν δ' αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης· 410
ὦ γέρον οὔ πω τόν γε κύνες φάγον οὐδ' οἰωνοί,
ἀλλ' ἔτι κεῖνος κεῖται Ἀχιλλῆος παρὰ νηῒ
αὔτως ἐν κλισίῃσι· δυωδεκάτη δέ οἱ ἠὼς
κειμένῳ, οὐδέ τί οἱ χρὼς σήπεται, οὐδέ μιν εὐλαὶ
ἔσθουσ', αἵ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν.
ἦ μέν μιν περὶ σῆμα ἑοῦ ἑτάροιο φίλοιο
ἕλκει ἀκηδέστως ἠὼς ὅτε δῖα φανήῃ,
οὐδέ μιν αἰσχύνει· θηοῖό κεν αὐτὸς ἐπελθὼν
οἷον ἐερσήεις κεῖται, περὶ δ' αἷμα νένιπται,
οὐδέ ποθι μιαρός· σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν 420
ὅσσ' ἐτύπη· πολέες γὰρ ἐν αὐτῷ χαλκὸν ἔλασσαν.
ὥς τοι κήδονται μάκαρες θεοὶ υἷος ἑῆος
καὶ νέκυός περ ἐόντος, ἐπεί σφι φίλος περὶ κῆρι.

Ὣς φάτο, γήθησεν δ' ὃ γέρων, καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
ὦ τέκος, ἦ ῥ' ἀγαθὸν καὶ ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι
ἀθανάτοις, ἐπεὶ οὔ ποτ' ἐμὸς πάϊς, εἴ ποτ' ἔην γε,
λήθετ' ἐνὶ μεγάροισι θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι·
τώ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ.
ἀλλ' ἄγε δὴ τόδε δέξαι ἐμεῦ πάρα καλὸν ἄλεισον,
αὐτόν τε ῥῦσαι, πέμψον δέ με σύν γε θεοῖσιν, 430
ὄφρά κεν ἐς κλισίην Πηληϊάδεω ἀφίκωμαι.

Τὸν δ' αὖτε προσέειπε διάκτορος Ἀργειφόντης·
πειρᾷ ἐμεῖο γεραιὲ νεωτέρου, οὐδέ με πείσεις,
ὅς με κέλῃ σέο δῶρα παρὲξ Ἀχιλῆα δέχεσθαι.
τὸν μὲν ἐγὼ δείδοικα καὶ αἰδέομαι περὶ κῆρι
συλεύειν, μή μοί τι κακὸν μετόπισθε γένηται.
σοὶ δ' ἂν ἐγὼ πομπὸς καί κε κλυτὸν Ἄργος ἱκοίμην,
ἐνδυκέως ἐν νηῒ θοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων·
οὐκ ἄν τίς τοι πομπὸν ὀνοσσάμενος μαχέσαιτο.

Ἦ καὶ ἀναΐξας ἐριούνιος ἅρμα καὶ ἵππους 440
καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν,
ἐν δ' ἔπνευσ' ἵπποισι καὶ ἡμιόνοις μένος ἠΰ.
ἀλλ' ὅτε δὴ πύργους τε νεῶν καὶ τάφρον ἵκοντο,
οἳ δὲ νέον περὶ δόρπα φυλακτῆρες πονέοντο,
τοῖσι δ' ἐφ' ὕπνον ἔχευε διάκτορος Ἀργειφόντης
πᾶσιν, ἄφαρ δ' ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας,
ἐς δ' ἄγαγε Πρίαμόν τε καὶ ἀγλαὰ δῶρ' ἐπ' ἀπήνης.
ἀλλ' ὅτε δὴ κλισίην Πηληϊάδεω ἀφίκοντο
ὑψηλήν, τὴν Μυρμιδόνες ποίησαν ἄνακτι
δοῦρ' ἐλάτης κέρσαντες· ἀτὰρ καθύπερθεν ἔρεψαν 450
λαχνήεντ' ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες·
ἀμφὶ δέ οἱ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν ἄνακτι
σταυροῖσιν πυκινοῖσι· θύρην δ' ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς
εἰλάτινος, τὸν τρεῖς μὲν ἐπιῤῥήσσεσκον Ἀχαιοί,
τρεῖς δ' ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῗδα θυράων
τῶν ἄλλων· Ἀχιλεὺς δ' ἄρ' ἐπιῤῥήσσεσκε καὶ οἶος·
δή ῥα τόθ' Ἑρμείας ἐριούνιος ᾦξε γέροντι,
ἐς δ' ἄγαγε κλυτὰ δῶρα ποδώκεϊ Πηλεΐωνι,
ἐξ ἵππων δ' ἀπέβαινεν ἐπὶ χθόνα φώνησέν τε·
ὦ γέρον ἤτοι ἐγὼ θεὸς ἄμβροτος εἰλήλουθα 460
Ἑρμείας· σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν.
ἀλλ' ἤτοι μὲν ἐγὼ πάλιν εἴσομαι, οὐδ' Ἀχιλῆος
ὀφθαλμοὺς εἴσειμι· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη
ἀθάνατον θεὸν ὧδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄντην·
τύνη δ' εἰσελθὼν λαβὲ γούνατα Πηλεΐωνος,
καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠϋκόμοιο
λίσσεο καὶ τέκεος, ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς.

Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον
Ἑρμείας· Πρίαμος δ' ἐξ ἵππων ἆλτο χαμᾶζε,
Ἰδαῖον δὲ κατ' αὖθι λίπεν· ὃ δὲ μίμνεν ἐρύκων 470
ἵππους ἡμιόνους τε· γέρων δ' ἰθὺς κίεν οἴκου,
τῇ ῥ' Ἀχιλεὺς ἵζεσκε Διῒ φίλος· ἐν δέ μιν αὐτὸν
εὗρ', ἕταροι δ' ἀπάνευθε καθήατο· τὼ δὲ δύ' οἴω
ἥρως Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ὄζος Ἄρηος
ποίπνυον παρεόντε· νέον δ' ἀπέληγεν ἐδωδῆς
ἔσθων καὶ πίνων· ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα.
τοὺς δ' ἔλαθ' εἰσελθὼν Πρίαμος μέγας, ἄγχι δ' ἄρα στὰς
χερσὶν Ἀχιλλῆος λάβε γούνατα καὶ κύσε χεῖρας
δεινὰς ἀνδροφόνους, αἵ οἱ πολέας κτάνον υἷας.
ὡς δ' ὅτ' ἂν ἄνδρ' ἄτη πυκινὴ λάβῃ, ὅς τ' ἐνὶ πάτρῃ 480
φῶτα κατακτείνας ἄλλων ἐξίκετο δῆμον
ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ, θάμβος δ' ἔχει εἰσορόωντας,
ὣς Ἀχιλεὺς θάμβησεν ἰδὼν Πρίαμον θεοειδέα·
θάμβησαν δὲ καὶ ἄλλοι, ἐς ἀλλήλους δὲ ἴδοντο.
τὸν καὶ λισσόμενος Πρίαμος πρὸς μῦθον ἔειπε·
μνῆσαι πατρὸς σοῖο θεοῖς ἐπιείκελ' Ἀχιλλεῦ,
τηλίκου ὥς περ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ·
καὶ μέν που κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες

τείρουσ', οὐδέ τίς ἐστιν ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι.
ἀλλ' ἤτοι κεῖνός γε σέθεν ζώοντος ἀκούων 490
χαίρει τ' ἐν θυμῷ, ἐπί τ' ἔλπεται ἤματα πάντα
ὄψεσθαι φίλον υἱὸν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντα·
αὐτὰρ ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ' οὔ τινά φημι λελεῖφθαι.
πεντήκοντά μοι ἦσαν ὅτ' ἤλυθον υἷες Ἀχαιῶν·
ἐννεακαίδεκα μέν μοι ἰῆς ἐκ νηδύος ἦσαν,
τοὺς δ' ἄλλους μοι ἔτικτον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες.
τῶν μὲν πολλῶν θοῦρος Ἄρης ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν·
ὃς δέ μοι οἶος ἔην, εἴρυτο δὲ ἄστυ καὶ αὐτούς,
τὸν σὺ πρῴην κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης 500
Ἕκτορα· τοῦ νῦν εἵνεχ' ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν
λυσόμενος παρὰ σεῖο, φέρω δ' ἀπερείσι' ἄποινα.
ἀλλ' αἰδεῖο θεοὺς Ἀχιλεῦ, αὐτόν τ' ἐλέησον
μνησάμενος σοῦ πατρός· ἐγὼ δ' ἐλεεινότερός περ,
ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος,
ἀνδρὸς παιδοφόνοιο ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι.

Ὣς φάτο, τῷ δ' ἄρα πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο·
ἁψάμενος δ' ἄρα χειρὸς ἀπώσατο ἦκα γέροντα.
τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
κλαῖ' ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς, 510
αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν πατέρ', ἄλλοτε δ' αὖτε
Πάτροκλον· τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ' ὀρώρει.
αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς,
καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος ἠδ' ἀπὸ γυίων,
αὐτίκ' ἀπὸ θρόνου ὦρτο, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη
οἰκτίρων πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
ἆ δείλ', ἦ δὴ πολλὰ κάκ' ἄνσχεο σὸν κατὰ θυμόν.
πῶς ἔτλης ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος
ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμοὺς ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς 520
υἱέας ἐξενάριξα; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.
ἀλλ' ἄγε δὴ κατ' ἄρ' ἕζευ ἐπὶ θρόνου, ἄλγεα δ' ἔμπης
ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ·
οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται κρυεροῖο γόοιο·
ὡς γὰρ ἐπεκλώσαντο θεοὶ δειλοῖσι βροτοῖσι
ζώειν ἀχνυμένοις· αὐτοὶ δέ τ' ἀκηδέες εἰσί.
δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει
δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων·
ᾧ μέν κ' ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος,
ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ· 530
ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε,
καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει,
φοιτᾷ δ' οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν.
ὣς μὲν καὶ Πηλῆϊ θεοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα
ἐκ γενετῆς· πάντας γὰρ ἐπ' ἀνθρώπους ἐκέκαστο
ὄλβῳ τε πλούτῳ τε, ἄνασσε δὲ Μυρμιδόνεσσι,
καί οἱ θνητῷ ἐόντι θεὰν ποίησαν ἄκοιτιν.
ἀλλ' ἐπὶ καὶ τῷ θῆκε θεὸς κακόν, ὅττί οἱ οὔ τι
παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων,
ἀλλ' ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον· οὐδέ νυ τόν γε 540
γηράσκοντα κομίζω, ἐπεὶ μάλα τηλόθι πάτρης
ἧμαι ἐνὶ Τροίῃ, σέ τε κήδων ἠδὲ σὰ τέκνα.
καὶ σὲ γέρον τὸ πρὶν μὲν ἀκούομεν ὄλβιον εἶναι·
ὅσσον Λέσβος ἄνω Μάκαρος ἕδος ἐντὸς ἐέργει
καὶ Φρυγίη καθύπερθε καὶ Ἑλλήσποντος ἀπείρων,
τῶν σε γέρον πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι.
αὐτὰρ ἐπεί τοι πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες
αἰεί τοι περὶ ἄστυ μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι τε.
ἄνσχεο, μὴ δ' ἀλίαστον ὀδύρεο σὸν κατὰ θυμόν·
οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος, 550
οὐδέ μιν ἀνστήσεις, πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο πάθῃσθα.

Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
μή πω μ' ἐς θρόνον ἵζε διοτρεφὲς ὄφρά κεν Ἕκτωρ
κεῖται ἐνὶ κλισίῃσιν ἀκηδής, ἀλλὰ τάχιστα
λῦσον ἵν' ὀφθαλμοῖσιν ἴδω· σὺ δὲ δέξαι ἄποινα
πολλά, τά τοι φέρομεν· σὺ δὲ τῶνδ' ἀπόναιο, καὶ ἔλθοις
σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, ἐπεί με πρῶτον ἔασας
αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.

Τὸν δ' ἄρ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
μηκέτι νῦν μ' ἐρέθιζε γέρον· νοέω δὲ καὶ αὐτὸς 560
Ἕκτορά τοι λῦσαι, Διόθεν δέ μοι ἄγγελος ἦλθε
μήτηρ, ἥ μ' ἔτεκεν, θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος.
καὶ δέ σε γιγνώσκω Πρίαμε φρεσίν, οὐδέ με λήθεις,
ὅττι θεῶν τίς σ' ἦγε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν.
οὐ γάρ κε τλαίη βροτὸς ἐλθέμεν, οὐδὲ μάλ' ἡβῶν,
ἐς στρατόν· οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους λάθοι, οὐδέ κ' ὀχῆα
ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων ἡμετεράων.
τὼ νῦν μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι θυμὸν ὀρίνῃς,
μή σε γέρον οὐδ' αὐτὸν ἐνὶ κλισίῃσιν ἐάσω
καὶ ἱκέτην περ ἐόντα, Διὸς δ' ἀλίτωμαι ἐφετμάς. 570

Ὣς ἔφατ', ἔδεισεν δ' ὃ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ.
Πηλεΐδης δ' οἴκοιο λέων ὣς ἆλτο θύραζε
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω θεράποντες ἕποντο
ἥρως Αὐτομέδων ἠδ' Ἄλκιμος, οὕς ῥα μάλιστα
τῖ' Ἀχιλεὺς ἑτάρων μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα,
οἳ τόθ' ὑπὸ ζυγόφιν λύον ἵππους ἡμιόνους τε,
ἐς δ' ἄγαγον κήρυκα καλήτορα τοῖο γέροντος,
κὰδ δ' ἐπὶ δίφρου εἷσαν· ἐϋξέστου δ' ἀπ' ἀπήνης
ᾕρεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι' ἄποινα.
κὰδ δ' ἔλιπον δύο φάρε' ἐΰννητόν τε χιτῶνα, 580
ὄφρα νέκυν πυκάσας δοίη οἶκον δὲ φέρεσθαι.
δμῳὰς δ' ἐκκαλέσας λοῦσαι κέλετ' ἀμφί τ' ἀλεῖψαι
νόσφιν ἀειράσας, ὡς μὴ Πρίαμος ἴδοι υἱόν,
μὴ ὃ μὲν ἀχνυμένῃ κραδίῃ χόλον οὐκ ἐρύσαιτο
παῖδα ἰδών, Ἀχιλῆϊ δ' ὀρινθείη φίλον ἦτορ,
καί ἑ κατακτείνειε, Διὸς δ' ἀλίτηται ἐφετμάς.
τὸν δ' ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,
αὐτὸς τόν γ' Ἀχιλεὺς λεχέων ἐπέθηκεν ἀείρας,
σὺν δ' ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ' ἀπήνην. 590
ᾤμωξέν τ' ἄρ' ἔπειτα, φίλον δ' ὀνόμηνεν ἑταῖρον·
μή μοι Πάτροκλε σκυδμαινέμεν, αἴ κε πύθηαι
εἰν Ἄϊδός περ ἐὼν ὅτι Ἕκτορα δῖον ἔλυσα
πατρὶ φίλῳ, ἐπεὶ οὔ μοι ἀεικέα δῶκεν ἄποινα.
σοὶ δ' αὖ ἐγὼ καὶ τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν.

Ἦ ῥα, καὶ ἐς κλισίην πάλιν ἤϊε δῖος Ἀχιλλεύς,
ἕζετο δ' ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ ἔνθεν ἀνέστη
τοίχου τοῦ ἑτέρου, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο μῦθον·
υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται γέρον ὡς ἐκέλευες,
κεῖται δ' ἐν λεχέεσσ'· ἅμα δ' ἠοῖ φαινομένηφιν 600
ὄψεαι αὐτὸς ἄγων· νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.
καὶ γάρ τ' ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,
τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο
ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ' υἱέες ἡβώοντες.
τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο
χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ' Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
οὕνεκ' ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ·
φῆ δοιὼ τεκέειν, ἣ δ' αὐτὴ γείνατο πολλούς·
τὼ δ' ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ' ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν.
οἳ μὲν ἄρ' ἐννῆμαρ κέατ' ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν 610
κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·
τοὺς δ' ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες.
ἣ δ' ἄρα σίτου μνήσατ', ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.
νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν
ἐν Σιπύλῳ, ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς
νυμφάων, αἵ τ' ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐῤῥώσαντο,
ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει.
ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα δῖε γεραιὲ
σίτου· ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα
Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται. 620

Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς
σφάξ'· ἕταροι δ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον,
μίστυλλόν τ' ἄρ' ἐπισταμένως πεῖράν τ' ὀβελοῖσιν,
ὄπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.
Αὐτομέδων δ' ἄρα σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ
καλοῖς ἐν κανέοισιν· ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς.
οἳ δ' ἐπ' ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,

ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ' Ἀχιλῆα
ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει· 630
αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς
εἰσορόων ὄψίν τ' ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες,
τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·
λέξον νῦν με τάχιστα διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη
ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες·
οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν
ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν,
ἀλλ' αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω
αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον. 640
νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον
λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.

Ἦ ῥ', Ἀχιλεὺς δ' ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε
δέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ
πορφύρε' ἐμβαλέειν, στορέσαι τ' ἐφύπερθε τάπητας,
χλαίνας τ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.
αἳ δ' ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι,
αἶψα δ' ἄρα στόρεσαν δοιὼ λέχε' ἐγκονέουσαι.
τὸν δ' ἐπικερτομέων προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
ἐκτὸς μὲν δὴ λέξο γέρον φίλε, μή τις Ἀχαιῶν 650
ἐνθάδ' ἐπέλθῃσιν βουληφόρος, οἵ τέ μοι αἰεὶ
βουλὰς βουλεύουσι παρήμενοι, ἣ θέμις ἐστί·
τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν,
αὐτίκ' ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν,
καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται.
ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον,
ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω.

Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·
εἰ μὲν δή μ' ἐθέλεις τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ, 660
ὧδέ κέ μοι ῥέζων Ἀχιλεῦ κεχαρισμένα θείης.
οἶσθα γὰρ ὡς κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα, τηλόθι δ' ὕλη
ἀξέμεν ἐξ ὄρεος, μάλα δὲ Τρῶες δεδίασιν.
ἐννῆμαρ μέν κ' αὐτὸν ἐνὶ μεγάροις γοάοιμεν,
τῇ δεκάτῃ δέ κε θάπτοιμεν δαινῦτό τε λαός,
ἑνδεκάτῃ δέ κε τύμβον ἐπ' αὐτῷ ποιήσαιμεν,
τῇ δὲ δυωδεκάτῃ πολεμίξομεν εἴ περ ἀνάγκη.
Τὸν δ' αὖτε προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
ἔσται τοι καὶ ταῦτα γέρον Πρίαμ' ὡς σὺ κελεύεις·
σχήσω γὰρ πόλεμον τόσσον χρόνον ὅσσον ἄνωγας. 670

Ὣς ἄρα φωνήσας ἐπὶ καρπῷ χεῖρα γέροντος
ἔλλαβε δεξιτερήν, μή πως δείσει' ἐνὶ θυμῷ.
οἳ μὲν ἄρ' ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο
κῆρυξ καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε' ἔχοντες,
αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς εὗδε μυχῷ κλισίης ἐϋπήκτου·
τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο καλλιπάρῃος.

Ἄλλοι μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες ἱπποκορυσταὶ
εὗδον παννύχιοι μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ·
ἀλλ' οὐχ Ἑρμείαν ἐριούνιον ὕπνος ἔμαρπτεν
ὁρμαίνοντ' ἀνὰ θυμὸν ὅπως Πρίαμον βασιλῆα 680
νηῶν ἐκπέμψειε λαθὼν ἱεροὺς πυλαωρούς.
στῆ δ' ἄρ' ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
ὦ γέρον οὔ νύ τι σοί γε μέλει κακόν, οἷον ἔθ' εὕδεις
ἀνδράσιν ἐν δηΐοισιν, ἐπεί σ' εἴασεν Ἀχιλλεύς.
καὶ νῦν μὲν φίλον υἱὸν ἐλύσαο, πολλὰ δ' ἔδωκας·
σεῖο δέ κε ζωοῦ καὶ τρὶς τόσα δοῖεν ἄποινα
παῖδες τοὶ μετόπισθε λελειμμένοι, αἴ κ' Ἀγαμέμνων
γνώῃ σ' Ἀτρεΐδης, γνώωσι δὲ πάντες Ἀχαιοί.

Ὣς ἔφατ', ἔδεισεν δ' ὃ γέρων, κήρυκα δ' ἀνίστη.
τοῖσιν δ' Ἑρμείας ζεῦξ' ἵππους ἡμιόνους τε, 690
ῥίμφα δ' ἄρ' αὐτὸς ἔλαυνε κατὰ στρατόν, οὐδέ τις ἔγνω.

Ἀλλ' ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋῤῥεῖος ποταμοῖο
Ξάνθου δινήεντος, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,
Ἑρμείας μὲν ἔπειτ' ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον,
Ἠὼς δὲ κροκόπεπλος ἐκίδνατο πᾶσαν ἐπ' αἶαν,
οἳ δ' εἰς ἄστυ ἔλων οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε
ἵππους, ἡμίονοι δὲ νέκυν φέρον. οὐδέ τις ἄλλος
ἔγνω πρόσθ' ἀνδρῶν καλλιζώνων τε γυναικῶν,
ἀλλ' ἄρα Κασσάνδρη ἰκέλη χρυσῇ Ἀφροδίτῃ
Πέργαμον εἰσαναβᾶσα φίλον πατέρ' εἰσενόησεν 700
ἑσταότ' ἐν δίφρῳ, κήρυκά τε ἀστυβοώτην·
τὸν δ' ἄρ' ἐφ' ἡμιόνων ἴδε κείμενον ἐν λεχέεσσι·
κώκυσέν τ' ἄρ' ἔπειτα γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ·
ὄψεσθε Τρῶες καὶ Τρῳάδες Ἕκτορ' ἰόντες,
εἴ ποτε καὶ ζώοντι μάχης ἐκνοστήσαντι
χαίρετ', ἐπεὶ μέγα χάρμα πόλει τ' ἦν παντί τε δήμῳ.

Ὣς ἔφατ', οὐδέ τις αὐτόθ' ἐνὶ πτόλεϊ λίπετ' ἀνὴρ
οὐδὲ γυνή· πάντας γὰρ ἀάσχετον ἵκετο πένθος·
ἀγχοῦ δὲ ξύμβληντο πυλάων νεκρὸν ἄγοντι.
πρῶται τόν γ' ἄλοχός τε φίλη καὶ πότνια μήτηρ 710
τιλλέσθην ἐπ' ἄμαξαν ἐΰτροχον ἀΐξασαι
ἁπτόμεναι κεφαλῆς· κλαίων δ' ἀμφίσταθ' ὅμιλος.
καί νύ κε δὴ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
Ἕκτορα δάκρυ χέοντες ὀδύροντο πρὸ πυλάων,
εἰ μὴ ἄρ' ἐκ δίφροιο γέρων λαοῖσι μετηύδα·
εἴξατέ μοι οὐρεῦσι διελθέμεν· αὐτὰρ ἔπειτα
ἄσεσθε κλαυθμοῖο, ἐπὴν ἀγάγωμι δόμον δέ.

Ὣς ἔφαθ', οἳ δὲ διέστησαν καὶ εἶξαν ἀπήνῃ.
οἳ δ' ἐπεὶ εἰσάγαγον κλυτὰ δώματα, τὸν μὲν ἔπειτα
τρητοῖς ἐν λεχέεσσι θέσαν, παρὰ δ' εἷσαν ἀοιδοὺς 720
θρήνων ἐξάρχους, οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν
οἳ μὲν ἄρ' ἐθρήνεον, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.
τῇσιν δ' Ἀνδρομάχη λευκώλενος ἦρχε γόοιο
Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κάρη μετὰ χερσὶν ἔχουσα·
ἆνερ ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, κὰδ δέ με χήρην
λείπεις ἐν μεγάροισι· πάϊς δ' ἔτι νήπιος αὔτως
ὃν τέκομεν σύ τ' ἐγώ τε δυσάμμοροι, οὐδέ μιν οἴω
ἥβην ἵξεσθαι· πρὶν γὰρ πόλις ἧδε κατ' ἄκρης
πέρσεται· ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν
ῥύσκευ, ἔχες δ' ἀλόχους κεδνὰς καὶ νήπια τέκνα, 730
αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι,
καὶ μὲν ἐγὼ μετὰ τῇσι· σὺ δ' αὖ τέκος ἢ ἐμοὶ αὐτῇ
ἕψεαι, ἔνθά κεν ἔργα ἀεικέα ἐργάζοιο
ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου, ἤ τις Ἀχαιῶν
ῥίψει χειρὸς ἑλὼν ἀπὸ πύργου λυγρὸν ὄλεθρον
χωόμενος, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ
ἢ πατέρ' ἠὲ καὶ υἱόν, ἐπεὶ μάλα πολλοὶ Ἀχαιῶν
Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας.
οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ·
τὼ καί μιν λαοὶ μὲν ὀδύρονται κατὰ ἄστυ, 740
ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας
Ἕκτορ· ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά.
οὐ γάρ μοι θνῄσκων λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας,
οὐδέ τί μοι εἶπες πυκινὸν ἔπος, οὗ τέ κεν αἰεὶ
μεμνῄμην νύκτάς τε καὶ ἤματα δάκρυ χέουσα.

Ὣς ἔφατο κλαίουσ', ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.
τῇσιν δ' αὖθ' Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο·
Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ πάντων πολὺ φίλτατε παίδων,
ἦ μέν μοι ζωός περ ἐὼν φίλος ἦσθα θεοῖσιν·
οἳ δ' ἄρα σεῦ κήδοντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ. 750
ἄλλους μὲν γὰρ παῖδας ἐμοὺς πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεὺς
πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε πέρην ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
ἐς Σάμον ἔς τ' Ἴμβρον καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν·
σεῦ δ' ἐπεὶ ἐξέλετο ψυχὴν ταναήκεϊ χαλκῷ,
πολλὰ ῥυστάζεσκεν ἑοῦ περὶ σῆμ' ἑτάροιο
Πατρόκλου, τὸν ἔπεφνες· ἀνέστησεν δέ μιν οὐδ' ὧς.
νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι
κεῖσαι, τῷ ἴκελος ὅν τ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων
οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.

Ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ' ἀλίαστον ὄρινε. 760
τῇσι δ' ἔπειθ' Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο·
Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων,
ἦ μέν μοι πόσις ἐστὶν Ἀλέξανδρος θεοειδής,
ὅς μ' ἄγαγε Τροίηνδ'· ὡς πρὶν ὤφελλον ὀλέσθαι.
ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδε εἰκοστὸν ἔτος ἐστὶν
ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης·
ἀλλ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον·
ἀλλ' εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισιν ἐνίπτοι
δαέρων ἢ γαλόων ἢ εἰνατέρων εὐπέπλων,
ἢ ἑκυρή, ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί, 770
ἀλλὰ σὺ τὸν ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες
σῇ τ' ἀγανοφροσύνῃ καὶ σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσι.
τὼ σέ θ' ἅμα κλαίω καὶ ἔμ' ἄμμορον ἀχνυμένη κῆρ·
οὐ γάρ τίς μοι ἔτ' ἄλλος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ
ἤπιος οὐδὲ φίλος, πάντες δέ με πεφρίκασιν.

Ὣς ἔφατο κλαίουσ', ἐπὶ δ' ἔστενε δῆμος ἀπείρων.
λαοῖσιν δ' ὃ γέρων Πρίαμος μετὰ μῦθον ἔειπεν·
ἄξετε νῦν Τρῶες ξύλα ἄστυ δέ, μὴ δέ τι θυμῷ
δείσητ' Ἀργείων πυκινὸν λόχον· ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς
πέμπων μ' ὧδ' ἐπέτελλε μελαινάων ἀπὸ νηῶν 780
μὴ πρὶν πημανέειν πρὶν δωδεκάτη μόλῃ ἠώς.

Ὣς ἔφαθ', οἳ δ' ὑπ' ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε
ζεύγνυσαν, αἶψα δ' ἔπειτα πρὸ ἄστεος ἠγερέθοντο.
ἐννῆμαρ μὲν τοί γε ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην·
ἀλλ' ὅτε δὴ δεκάτη ἐφάνη φαεσίμβροτος ἠώς,
καὶ τότ' ἄρ' ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες,
ἐν δὲ πυρῇ ὑπάτῃ νεκρὸν θέσαν, ἐν δ' ἔβαλον πῦρ.

Ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
τῆμος ἄρ' ἀμφὶ πυρὴν κλυτοῦ Ἕκτορος ἔγρετο λαός.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ἤγερθεν ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο 790
πρῶτον μὲν κατὰ πυρκαϊὴν σβέσαν αἴθοπι οἴνῳ
πᾶσαν, ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος· αὐτὰρ ἔπειτα
ὀστέα λευκὰ λέγοντο κασίγνητοί θ' ἕταροί τε
μυρόμενοι, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν.
καὶ τά γε χρυσείην ἐς λάρνακα θῆκαν ἑλόντες
πορφυρέοις πέπλοισι καλύψαντες μαλακοῖσιν.
αἶψα δ' ἄρ' ἐς κοίλην κάπετον θέσαν, αὐτὰρ ὕπερθε
πυκνοῖσιν λάεσσι κατεστόρεσαν μεγάλοισι·
ῥίμφα δὲ σῆμ' ἔχεαν, περὶ δὲ σκοποὶ ἥατο πάντῃ,
μὴ πρὶν ἐφορμηθεῖεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί. 800
χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον· αὐτὰρ ἔπειτα
εὖ συναγειρόμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῖτα
δώμασιν ἐν Πριάμοιο διοτρεφέος βασιλῆος.

Ὣς οἵ γ' ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο.
Iλιάς!
Ο Λόγος, το Βιβλίο, τα Έπη,

Ω! Μέγα Πύλες των Ελλήνων
σε Ομηρικές Χωροχοροχρονογραφίες!

Το αστέρι του Βορρά!
2800 χρόνια από τον Όμηρο και μετά

Μελησιγενής