Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Μήνυμα του Κολοκοτρώνη προς τους Έλληνες

Το Μήνυμα του Κολοκοτρώνη προς τους σύγχρονους  Έλληνες

Αγαπητά μου παιδιά,
παιδιά μου είσθε, όμορφα, λαμπερά, έξυπνα,  κακομαθημένα, καλομαθημένα, ατίθασα, εγωκεντρικά.
Εγώ έζησα 73 χρόνια σε δύσκολους καιρούς, αλλά έζησα 73  ζωές και αιώνες συμπυκνωμένα και συμπεριεκτικά, εκεί φ΄ω ετάχθει στο Πνεύμα εκείνων των Καιρών.
Η ζωή του ανθρώπου δεν μετριέται με τις ώρες  που ξοδεύει, στις καφετέριες , στα θαλάσσια και χειμωνιάτικα σκι και στις σέλφι φωτογραφίες, αλλά  με τους αγώνες του για την ελευθερία του πνεύματος και  την όρθια ανθρωπιά.Το Πνεύμα του Ανθρώπου δεν είναι φτιαγμένο από  δειλία, μαλθακότητα, απληστία, λαγνεία και αμορφωσιά. Το Πνεύμα του Ανθρώπου δεν κάνει τουρισμό πάνω στη γη καταστρέφοντας την φύση τα ζώα και τα φυτά. Ο πολεμιστής δεν είναι  ένας χαζοχαρούμενος  τουρίστας   στη ζωή και στη γη. Είναι εξερευνητής της Γνώσης και του Πνεύματος Μαχητής.
Ταξιδεύει,  φιλοξενεί  και φιλοξενείται, μαθαίνει και αλληλεπιδρά,  αλλά και τα όρια του χαράσσει υπερασπίζεται και κρατά.
Έτσι την Αθανασία κατακτά και δεν του την χαρίζει κανείς  μαζί με την Ελευθερία του, όπως τα χρόνια τα παλιά.
Αγαπητά μου παιδιά, η δουλεία έχει πολλές μορφές και διάφορα ονόματα, όπως και η σκλαβιά.
Η ζητιανιά είναι μία.
Μην εκλιπαρείτε για το αυτονόητο  και αυτό που δικαιούστε πραγματικά.
Δεν το αξίζετε με όλα τα λάθη που έχουν γίνει να πεθαίνετε  σε  μια  δουλειά  12 και πάνω ωρών για ψίχουλα σε μια πολυεθνική  και δεν θα ζήσετε πολύ  για να πάρετε σύνταξη στα 100.
Ούτε να  κρυώνετε  άνεργοι και άστεγοι με μια κουβέρτα για να πληρώσετε το νέο χαράτσι και το ενφιά.Ούτε να μεταναστεύετε  με πίκρα για την πατρίδα και απογοήτευση βαθιά.
Εμείς πολεμήσαμε για σας για να έχετε μια καλύτερη ποιότητα ζωής σε μια ελεύθερη πατρίδα πολιτεία.
Δεν έχετε καλύτερη ποιότητα ζωής, δεν έχετε  αξιοπρεπή εργασία, λιμοκτονείτε στην ανεργία, δεν έχετε όμορφες σχέσεις,φίλους, οικογένεια, συντρόφους. Η τεχνολογία μεγάλωσε την μοναξιά σας και οι νέες οικονομικές και εργασιακές συνθήκες την περιχαράκωσαν.
Σας ξεριζώνουν όλους γιατί χρειάζονται δουλοπάροικους ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, σαν δένδρα χωρίς χώμα πατρίδα και στεριά. Δεν έχετε κέντρο βάρους, δεν έχετε ταυτότητα και δεν μπορείτε να σταθείτε πουθενά. Έτσι νικά και ο Ηρακλής, τον Ανταίο, όταν  τα πόδια του στη γη γερά δεν πατά.
Όλα τα πλάσματα της γης και τα πτηνά του ουρανού έχουν ένα σπίτι, μια φωλιά. Ο κάθε άνθρωπος και ο πιο φτωχός δικαιούται την αξιοπρέπεια του και όχι μια απάνθρωπη προσφυγιά.

Η πρόταση μου είναι να αναζητήσετε ένα κοινό γεωμετρικό τόπο στο ΕΜΕΙΣ, όπως θα έλεγε και ο γερήνιος ιππότης του Μοριά, ο Νέστωρ.
Δεν μπορούμε να συμφωνούμε σε όλα και πρέπει να μάθουμε να διαφωνούμε χωρίς να αλληλοεξοντωνόμαστε. Ας είναι πιο πολλά αυτά που μας ενώνουν από αυτά που  μας χωρίζουν.
Μείωση του εγωκεντρισμού , του ναρκισσισμού ,  ανάληψη ευθυνών, αυτοπειθαρχία, αυτογνωσία και ευφυή συνεργασία με όλους τους υγιείς φορείς του Ελληνισμού, αυτά ας είναι τα χαρακτηριστικά.

Και η αυτάρκεια. Στηριχτείτε στις δυνάμεις σας. Έχει πολλές η Ελλάδα. Όχι στείρα προγονοπληξία,  διεθνή απομόνωση και επαρχιωτισμός. Η Ελλάδα ήταν και είναι πάντα κοσμοπολίτισσα, αλλά με ίσους όρους και όχι σαν ζητιάνα και φτωχός συγγενής  της διεθνούς κοινότητος.

Αναζητείστε ανθρώπους, έξω από τα  κόμματα  της διαφθοράς  και  τις οργανώσεις των εμπόρων της σκλαβιάς,   ανθρώπους σωστούς και μάθετε να τους ξεχωρίζετε και να τους εκτιμάτε. Καλλιεργείστε το μυαλό σας και μορφωθείτε. Η υπερπληροφόρηση δεν είναι μόρφωση,  δεν είναι κατανόηση, ούτε η  παραπληροφόρηση.
Διαβάστε το ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ!
Αφουγκραστείτο το. Νιώστε πόσο σας αφορά. Πόσο  για μας μιλά.
Και, γίνετε το ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ.
"Ο καθένας για όλους και όλοι για ένα"
Αυτή είναι η πρόταση μου για την Ελλάδα του ΣΗΜΕΡΑ.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Πολεμιστής του Πνεύματος και της Ζωής


Αστραία
Στη Χώρα των Μεγάλων Πολεμιστών
5 Φεβρουαρίου 2016

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Α. Το δάσος



Παραμύθι χωρίς όνομα

Όταν κατάλαβε ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε:
- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς.
Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών. Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς.
Όλα φαίνουνταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια. Παντού χαρά και καλοπέραση.
Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγελάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν. Πέρασαν χρόνια πολλά.
Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών. Παντού ερημιά. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'. Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια. Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου. Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα. Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι.
Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι. Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρίχιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα, όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά.
- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι.
- Ποιος το ξέρει! αποκρίθηκε το πεύκο. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι;
Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη.
- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο!

- Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει;
- Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γερο-πλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα. Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέτοιο πράμα από δω. Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του. Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα.
- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου. Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος;
- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γερο-πλάτανος. Και η λεύκα μουρμούρισε:
- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου.
Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά.
- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. Τι θέλει στο βασίλειο μας;
Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε. Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους. Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.
Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες.
- Ο γιος του Βασιλιά! αναφώνησε ο γερο-πλάτανος. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα;
- Να το πιστέψεις! αποκρίθηκε ο κότσυφας. Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα.
- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο.
- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας.
- Πώς! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους.
- Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. Μήπως νομίζεις πως ο Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη;
- Λες παράξενα πράματα! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν.
- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις!
- Γιατί; ρώτησε η φραουλιά.
Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε:
- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο!
Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού. Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο. Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα. Είχε βραδιάσει. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι.
Πηνελόπη Δέλτα

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Πατρίδα


 Ποια είναι η  πατρίδα του πολεμιστή;
Η πατρίδα του πολεμιστή είναι η χώρα  του, το σπίτι του, οι ρίζες του , η καταγωγή   του, το  στερεό νησί της ύλης του. Η πατρίδα του πολεμιστή είναι η πόλη του, η πολιτεία του,  οι γονείς  του, πνευματικοί ή φυσικοί, οι  πραγματικοί του φίλοι του, οι αληθικοί του  σύντροφοι , η αγάπη του, η προτίμηση του.
Η πατρίδα του πολεμιστή δεν είναι  υπερ εθνικιστικές κορώνες για την πατρίδα του, γιατί έχουν δικαίωμα ύπαρξης και οι άλλες πατρίδες.
Η πατρίδα του πολεμιστή  δεν   μπορεί να βρεθεί στο έλεος ενός  ισοπεδωτικού διεθνούς ολοκληρωτισμού  δηλώνοντας υποταγή στις απάνθρωπες  πολυεθνικές αγορές που  όλα τα αγοράζουν και  όλα τα πωλούν με σκοπό το  απάνθρωπο αθέμιτο  εμπορικό κέρδος.
Είναι κάποια πράγματα ΑΞΙΕΣ και ιδανικά που δεν μπορούν  να γίνουν αντικείμενο αγοροπωλησίας  και  επαίσχυντων  γραφειοκρατικών μνημονίων στα χέρια χρηματοπιστωτικών  ύαινων και  αρπακτικών γυπών.
Ο Πολεμιστής είναι ανίκητος γιατί δεν είναι εξαγοράσιμος και δεν υπάρχει θάνατος για τον πολεμιστή γιατί το Πνεύμα του είναι Αθάνατο.
Ίσως η πατρίδα του πολεμιστή να είναι η κοιτίδα της ανθρωπότητος  φτιαγμένη από σκόνη αστεριών και από το Πνεύμα του Ανθρώπου.
Καλούνται όλοι οι μεγάλοι Πολεμιστές  του Κόσμου, Φύλακες   του Χώρου και του Χρόνου  στον σύγχρονο πόλεμο των   άστρων, αστεριών, ΙΔΕΩΝ- κάστρων,  να υπερασπίσουν τις πατρίδες  τους, τον λαό τους  και τον ΑΝΘΡΩΠΟ, από την αδικία,  την σκλαβιά και δουλοπαροικία, την μεγάλη απάνθρωπη οικονομική ανισότητα, την άγρια εκμετάλλευση  ανθρώπου από άνθρωπο, τον κυνικό  υλισμό  και τον πλανήτη  μητρίδα ΓΗ,  στο Όνομα  της Ελευθερίας του Πνεύματος  του.

ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Ο Οδυσσέας στη Χώρα της  Μνημοσύνης
Λέανδρος Λαμπρινός
2 Φεβρουαρίου 2016