Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

11. Ο Έρωτας

mainimage_sleeping_beauty
και η Αγάπη μιας κοιμισμένης βασιλοπούλας!
Βγήκα στο κήπο.
Ένα πρωινό γλυκοχάραζε ντυμένο σε απαλές πορφυροχρυσογάλαζες πινελιές χρωμάτων.
Τα πουλιά κελαηδούσαν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου πολλά τραγούδια και ένα πανέμορφο λουλούδι ήταν στην μέση του κήπου ευωδιαστό και ζηλευτό.
Έσκυψα να το μυρίσω.
Οι μέλισσες ήρθαν κοντά μου και τα χελιδόνια κουβαλήσανε ένα ιπτάμενο χαλί,
που το ξαπλώσανε στα πόδια μου και γύρω μου
οι πεταλούδες αποφάσισαν να συνεδριάσουν για το θέμα
και να οργανώσουν ένα συμπόσιο.
Το χαλί ήταν λευκό και
Έγραφε με γαλάζια γράμματα:
Το συμπόσιο του Έρωτα!
Η συζήτηση αρχίζει με τον λόγο του Φαίδρου, που υποστηρίζει, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας κάνει να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις.
Ο Παυσανίας φέρνει τον έρωτα σε σχέση με την θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και την θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ με ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.
Ο γιατρός Ερυξίμαχος από ιατρικής άποψης βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα.
Ο Αριστοφάνης επιχειρεί να αποδείξει την δύναμη του έρωτα με τον μύθο των σφαιρικών ανθρώπων, που ήταν ερμαφρόδιτοι. Είχαν τόσο μεγάλη δύναμη, που οι θεοί τους έκοψαν στην μέση και από τότε το ένα μισό αναζητάει το άλλο.
Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με την βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμή του τραγουδάει και έναν ύμνο.
Εκείνη την στιγμή παρουσιάζεται ο Σωκράτης, ο οποίος λέει ότι δεν ξέρει να πει τίποτα. Η ιέρεια Διοτίμα όμως του ανέθεσε να μεταφέρει ότι ο έρωτας είναι ένας δαίμονας, που μεσολαβεί μεταξύ των θνητών και των αθανάτων.
Ξαφνικά εμφανίζεται ο Αλκιβιάδης, πολύ μεθυσμένος και με την μορφή ενός Διόνυσου. Όλοι οι παρευρισκόμενοι θέλουν να τους κάνει παρέα, αλλά ο Αλκιβιάδης στρέφεται μόνο στον Σωκράτη και τον επαινεί.
Η συζήτηση συνεχίζεται όλη τη νύχτα, και με άφθονο φαγητό και κρασί. Μόνον ο Σωκράτης παραμένει νηφάλιος, αν και πίνει περισσότερο από τους άλλους. Την επόμενη μέρα θα ξεκινήσει πρωί-πρωί για να κάνει τις καθημερινές του απασχολίες, μαζί με τον μαθητή του, τον Αριστόδεμο.
Και ποιοί είναι τότε οι φιλοσοφούντες, Διοτίμα” ρώτησα εγώ “αφού δεν είναι μήτε οι σοφοί μήτε οι μωροί;”
“Μα αυτό επιτέλους” είπε “είναι και σ’ ένα παιδί φανερό: ακριβώς όσοι ευρίσκονται στο μέσον αυτών των δύο. Μεταξύ αυτών θα πρέπει να είναι και ο Έρως. Γιατί η σοφία ανήκει φυσικά στα ωραιότερα πράγματα. Ο Έρως είναι έρως προς το ωραίο. Κατ’ ανάγκην άρα ο Έρως είναι φιλόσοφος, και σαν φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται μεταξύ της σοφίας και της μωρίας. Οφείλεται δε και τούτο στην καταγωγή του. Επειδή είναι από πατέρα μεν σοφό και πολυμήχανο, από μητέρα δε αμήχανο και όχι σοφή. Αυτή λοιπόν είναι, αγαπητέ Σωκράτη, η φύση του δαίμονος. Αυτό δε που συ εξέλαβες σαν Έρωτα – δεν είναι διόλου παράξενο αυτό που σου συνέβη. Εξέλαβες, υποθέτω (και το συμπεραίνω απ’ όσα λες), το αντικείμενο του έρωτος ως Έρωτα, όχι το υποκείμενο. Έτσι λοιπόν, νομίζω, αντίκρυζες τον Έρωτα σαν κάτι πανέμορφο. Γιατί όντως το αντικείμενο του έρωτα είναι ωραίο, τρυφερό, τέλειο, αξιομακάριστο. Το υποκείμενο όμως του έρωτα έχει διαφορετική εμφάνιση, όπως εγώ σου την περιέγραψα”.
Εγώ τότε είπα:
“Πολύ καλά, ξένη, έχεις δίκιο. Έτσι που είναι ο Έρως, ποια χρησιμότητα έχει για τους ανθρώπους;”
“Αυτό ακριβώς” είπε “Σωκράτη, θα προσπαθήσω τώρα να σου αναπτύξω. Ο Έρως λοιπόν, είπαμε, είναι τέτοιας φύσεως και τέτοιας καταγωγής, στρέφεται δε, κατά τον ισχυρισμό σου, προς τα ωραία. Αν μας ρωτούσε όμως κάποιος: Υπό ποίαν έννοια στρέφεται ο Έρως προς τα ωραία, Σωκράτη και Διοτίμα; – ή μάλλον με μεγαλύτερη σαφήνεια, ως εξής: Αγαπά ο ερωτευμένος τα ωραία. Τι κυρίως αγαπά;”
“Να γίνουν δικά του” είπα τότε εγώ.
“Εντούτοις η απάντησή σου” είπε “χρειάζεται ακόμη ένα παρόμοιο ερώτημα: Τι θα κερδίσει εκείνος που θ’ αποκτήσει τα ωραία;”
Της είπα ότι δεν είχα πλέον τόσο πρόχειρη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
“Καλά” είπε. “Υπόθεσε τώρα, ότι επιφέρει μία τροποποίηση και θέτει αντί του ωραίου το αγαθό, και σ’ ερωτά: Απάντησέ μου, Σωκράτη: αγαπά ο ερωτευμένος τ’ αγαθά. Τι κυρίως αγαπά;”
“Να γίνουν δικά του” είπα εγώ.
“Και τι έχει να κερδίσει εκείνος που θα γίνουν δικά του τ’ αγαθά;”
“Σε αυτό μου είν’ ευκολώτερο να βρω απάντηση είπα. “Θα γίνει ευτυχισμένος”.
“Πράγματι” προσέθεσε “με την κατοχή των αγαθών είναι ευτυχισμένοι οι ευτυχισμένοι, ούτε είν’ ανάγκη να ρωτήσουμε περαιτέρω: για ποιο σκοπό θέλει να είναι ευτυχισμένος όποιος το θέλει; Τουναντίον η απάντησή μας παρουσιάζεται σαν τελειωτική”.
“Αλήθεια είναι” είπα εγώ.
“Αυτή τώρα τη θέληση και τον έρωτα τούτον θεωρείς πως είναι κοινά σε όλους, όλοι δηλαδή θέλουν να έχουν παντοτινά στην κατοχή τους τ’ αγαθά; ή πως αλλιώς το φαντάζεσαι;”
“Έτσι ακριβώς” είπα εγώ. “Ότι είναι σε όλους κοινό”.
“Γιατί τότε, Σωκράτη”, είπε “δεν λέμε για όλους ότι έχουν έρωτα, αφού όλοι έχουν τον έρωτα των ίδιων πραγμάτων και παντοτινά, μόνον λέμε ορισμένα πρόσωπα πως έχουν έρωτα, και άλλα πάλι όχι;”
“Εκπλήσσομαι” είπα “και εγώ”.
“Αλλά δεν πρέπει” είπε “να εκπλήσσεσαι. Απλούστατα έχουμε αποχωρίσει προφανώς από τον έρωτα ορισμένο είδος αυτού, και αυτό ονομάζουμε έρωτα, αποδίδοντες σ’ αυτό την ονομασία του συνόλου ενώ για τα υπόλοιπα είδη μεταχειριζόμαστε άλλες ονομασίες”.
“Κανένα παράδειγμα;” είπα εγώ.
“Να ένα. Γνωρίζεις ότι ποίησις είναι κάτι γενικό κάθε αιτία μεταβάσεως οποιουδήποτε πράγματος από την ανυπαρξία στην ύπαρξη είναι ποίησις, επομένως και οι εργασίες οι υπαγόμενες σε όλες τις τέχνες είναι είδη ποιήσεως, και οι ενεργούντες αυτές είναι όλοι ποιητές”.
“Αληθινά”.
“Μολαταύτα” είπε “δεν ονομάζονται, καθώς γνωρίζεις ποιητές, αλλά φέρουν διάφορα ονόματα, χώρισαν δε από την γενική έννοια ποίησις ένα μέρος, το ασχολούμενο με τη μουσική και τους στίχους, και τούτο αποκαλούν με τ’ όνομα του συνόλου. Πράγματι ποίηση ονομάζεται αυτό και μόνον, και ποιητές οι καλλιεργούντες αυτό το τμήμα της ποίησης”.
“Σωστά μιλάς” είπα.
“Το ίδιο λοιπόν και με τον έρωτα. Υπό την καθολική του σημασία, κάθε πόθος των αγαθών και της ευδαιμονίας είναι ο μεγαλώτατος και δολοπλόκος Έρωτας κάθε ανθρώπου. Αλλ’ όμως για τα πρόσωπα μεν που επιδίδονται σ’ αυτόν κατά διαφόρους άλλους τρόπους, είτε με οικονομικές ενασχολήσεις, είτε με το πάθος τους προς τον αθλητισμό ή προς την επιστήμη, για όλα αυτά δεν λέμε ούτε πως ερωτεύονται ούτε πως είν’ εραστές. Αντιθέτως όσοι ακολουθούν και καλλιεργούν με ζήλο ορισμένο είδος αυτού, λαμβάνουν το όνομα του όλου, έρως και εράν και ερασταί
“Καταντά να είναι σωστά” είπα εγώ “όσα λέγεις”.
“Βέβαια υποστηρίζουν ορισμένη άποψη” είπε “κατά την οποία ερωτευμένοι είναι όσοι ζητούν να βρουν το ήμισύ τους. Η γνώμη μου όμως είναι, φίλε μου, ότι του έρωτα το αντικείμενο ούτε το ήμισυ είναι ούτε το όλον, αν ίσως τούτο δεν είναι αγαθό. Απόδειξη, ότι οι άνθρωποι από τον ίδιο τον εαυτό τους και πόδια και χέρια δέχονται ν’ αποκοπούν, αν τύχει και πεισθούν ότι τα μέλη τους είναι βλαβερά. Γιατί δεν προσκολλάται, νομίζω, στα μέρη του εγώ του ο καθένας, παρά μόνο εφ’ όσον το αγαθό αποκαλεί δικό του και μέρος του εγώ του, ξένο δε το κακό. Γιατί εκείνο, προς το οποίο στρέφεται ο έρως των ανθρώπων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αγαθό. Μήπως έχεις αντίθετη γνώμη;”
“Μα τον θεό” είπα “εγώ όχι”.
“Είναι όμως άραγε σωστό” είπε “να λέμε απλά έτσι, ότι ο άνθρωπος έχει έρωτα προς τ’ αγαθό;”
“Ναι” είπα.
“Καλά, και δεν πρέπει να προσθέσουμε” είπε “ότι και προς την κατοχή του αγαθού έχει έρωτα;”
“Να το προσθέσουμε”.
“Αλλά μήπως όχι προς την κατοχή απλώς, αλλά και προς την παντοτινή κατοχή;”
“Και τούτο να προστεθεί”.
“Είναι λοιπόν περιληπτικά” είπε “του έρωτα αντικείμενο η παντοτινή του αγαθού κατοχή”.
“Έχεις απόλυτο δίκιο” είπα.
25. “Δεδομένου λοιπόν, ότι ο έρως στρέφεται πάντοτε προς αυτό” είπε “με ποιον τρόπο και με ποια ενέργεια πρέπει να το επιδιώκουν εκείνοι, των οποίων ο ζήλος και η επιμονή θα μπορούσε ν’ αποκληθεί έρωτας; Τι να είναι το έργο αυτό; Μπορείς να μου απαντήσεις;”
“Μα δεν θα ήμουν τότε” είπα εγώ “θαυμαστής της σοφίας σου, Διοτίμα, ούτε θα φοιτούσα κοντά σου να πάρω μαθήματα σ’ αυτό ακριβώς το κεφάλαιο”.
“Θα σου πώ τότ’ εγώ” είπε. “Είναι λοιπόν τούτο γέννηση εντός του ωραίου, και σωματική και ψυχική”.
“Μάντεως δύναμη” απήντησα “χρειάζεται, για να καταλάβω τι να σημαίνουν τα λόγια σου. Δεν καταλαβαίνω”.
“Θα εκφρασθώ λοιπόν” είπε “καθαρότερα: Όλοι οι άνθρωποι, Σωκράτη” εξακολούθησε “εγκυμονούν και κατά το σώμα και κατά την ψυχή. Όταν δε φθάσουν σε ορισμένη ηλικία, η φύση μας τότε αισθάνεται την επιθυμία να γεννήσει. Τοκετός όμως εντός του ασχήμου δεν είναι δυνατός. Μόνο εντός του ωραίου. Διότι και η ένωση ανδρός και γυναικός τοκετός είναι. Το φαινόμενο δε αυτό είναι θείο, και είναι τούτο το αθάνατο στοιχείο μέσα στη ζωική μας φύση, που είναι θνητή: η κυοφορία και η γέννηση. Αλλ’ αυτά δεν είναι δυνατόν να συντελεσθούν εντός του ανάρμοστου, και είναι ανάρμοστη η ασχήμια προς κάθε τι το θεϊκό. Μόνο η ωραιότητα ευρίσκεται σε αρμονία προς αυτό. Σαν Μοίρα λοιπόν και Ειλείθυια επιστατεί στην γένεση η Καλλονή. Γι’ αυτό όποτε εκείνο που κυοφορεί πλησιάζει κάτι ωραίο, χαίρεται τότε και γίνεται από αγαλλίαση διαχυτικό και γεννά και γονιμοποιεί. Όποτε αντίθετα πλησιάζει κάτι άσχημο, σκυθρωπό και στενοχωρημένο ζαρώνει και απομακρύνεται και σφίγγεται και δεν γεννά, αλλά κρατεί τον γόνο του και υποφέρει πολύ. Έτσι προέρχεται ο μεγάλος εκείνος εναγώνιος πόθος προς την ωραιότητα, που αναπτύσσεται στον κυοφορούντα και κατεχόμενο ήδη από πλησμονή οργασμού. Απολυτρώνει από πόνους σφοδρούς εκείνον που θα την αποκτήσει. Άλλωστε δεν στρέφεται προς το ωραίο” είπε “ο έρως, όπως εσύ πιστεύεις, Σωκράτη”.
“Αλλά προς τι;”
“Προς την γέννηση και τον τοκετό εντός του ωραίου”.
“Έστω” είπα εγώ.
“Πολύ καλά” λέγει. “Αλλά γιατί προς την γέννηση; Γιατί η γέννηση είναι κάτι αιωνίως αναπαραγόμενο και αθάνατο, όσον ενδέχεται σε θνητό πλάσμα. Αθανασία δε (αυτό συνάγεται από όσα διαπιστώσαμε από κοινού) οφείλει να ποθεί ο έρωτας ταυτόχρονα με το αγαθό, εφ’ όσον στρέφεται προς την παντοτινή κατοχή του αγαθού. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, επί τη βάσει της αρχής αυτής, και η αθανασία επίσης είναι του έρωτα αντικείμενο”.
Αυτά γενικώς μου ανέπτυσσε, κάθε φορά που έκαμε λόγο περί των προβλημάτων του έρωτα, κάποτε δε μου απηύθυνε το ερώτημα:
“Ποια φαντάζεσαι, Σωκράτη, είν’ η αιτία του έρωτα τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρό ερεθισμό, στον οποίο υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβει η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πως αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτα μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δε για την ανατροφή του γεννηθέντος; Πως είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπιση τούτων, και πόλεμο να διεξάγουν, ακόμη και τ’ ασθενέστερα προς τα δυνατότερα, και στον θάνατο να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να πεθάνουν από την πείνα αυτά τα ίδια για να εξασφαλίσουν σ’ εκείνα την τροφή και το κάθε τι να πράξουν; Καλά” είπε “οι άνθρωποι. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμό. Αλλά τα ζώα ; Ποιος είναι ο λόγος αυτής της ερωτικής του συγκίνησης; Μπορείς να μου εξηγήσεις;”
Και εγώ τόνιζα και πάλι, ότι δεν ήξερα. Εκείνη τότε είπε:
“Έχεις λοιπόν την ιδέα, πως θα γίνεις ποτέ έμπειρος στα ζητήματα του έρωτα εφ’ όσον δεν κατανοείς αυτά;”
“Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή κατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλία. Λέγε μου λοιπόν και αυτού του φαινομένου την εξήγηση και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα”.
“Λοιπόν” είπε “εφ’ όσον η πεποίθησή σου είναι ότι αντικείμενο φυσικό του έρωτα είν’ εκείνο, το οποίο πολλές φορές από κοινού διαπιστώσαμε δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι. Διότι και στην περίπτωση αυτή, όπως και εκεί, για τον ίδιο λόγο επιδιώκει η φύση η θνητή, καθ’ όσον είναι δυνατόν, να είν’ αιωνία και αθάνατη. Δυνατόν δε της είναι κατ’ αυτόν μόνο τον τρόπο, δια της αναπαραγωγής, με το ν’ αφήνει πάντοτε στου παλαιού την θέση ένα νέο παρόμοιο.
Άλλωστε και σε ό,τι ονομάζουμε ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως κάθε εμψύχου όντος – π.χ. ένας άνθρωπος από την παιδική του ηλικία μέχρις ότου γίνει γέροντας, θεωρείται πως είναι ο ίδιος μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά στον οργανισμό του, εν τούτοις λέμε πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά στις τρίχες, τη σάρκα, τα οστά, το αίμα σε ολόκληρο γενικά το σώμα. Και όχι μόνο στο σώμα. Αλλά και στην ψυχή, οι τρόποι, τα ήθη, οι αντιλήψεις, οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι λύπες, οι φόβοι, τίποτε απ’ αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτο σε κάθε άτομο, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται. Πολύ δε περισσότερο παράδοξο είναι ακόμη, ότι και οι γνώσεις, όχι μόνο άλλες μας έρχονται και άλλες μας αφήνουν και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι ούτε ως προς τις γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώση έχει την ίδια τύχη. Γιατί αυτό που ονομάζουμε μελέτη, γίνεται με την προϋπόθεση ότι η γνώση εξαφανίζεται. Άλλωστε η λησμοσύνη είν’ εξαφανισμός γνώσης, ενώ αφ’ ετέρου η μελέτη, επειδή εισάγει νέα παράσταση στη θέση αυτής που αποχωρεί, διατηρεί τη γνώση, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ίδια. Πράγματι μ’ αυτό μόνο το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξη, όχι με το να παραμένει αιωνίως αναλλοίωτη σε όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν’ αφήνει για κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέο στην θέση του, όμοιο όπως αυτό. Μ’ αυτό το τέχνασμα” είπε “Σωκράτη, έχει μέρος στην αθανασία η θνητή ύπαρξη, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ’ άλλα. Η αθάνατη πάλι με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενο, ότι κάθε ύπαρξη ενστικτωδώς αποδίδει σημασία στο αποβλάστημά της. Χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρωτας”.
Και εγώ, έκπληκτος για όσα άκουσα, είπα:
“Λοιπόν” λέω “σοφώτατη Διοτίμα. Στα σοβαρά είναι τα πράγματα έτσι, όπως τα παριστάνεις;”
Και εκείνη με ύφος σωστού καθηγητού είπε:
“Μην έχεις καμιά αμφιβολία, Σωκράτη. Άλλωστε και των ανθρώπων αν θελήσεις να κοιτάξεις την φιλοδοξία, θα σε κατελάμβανε απορία με τον παραλογισμό, εφ’ όσον δεν έχεις υπ’ όψη σου όσα σου έχω αναπτύξει, όταν σκεφθείς πόσον ζωηρά τους συγκινεί ο πόθος να γενούν ονομαστοί κι αθάνατη μες στους αιώνες να θεμελιώσουν δόξα. Χάριν αυτού είν’ αποφασισμένοι και σε κινδύνους πάσης φύσεως να εκτεθούν περισσότερο βέβαια για χάρη των παιδιών τους, και χρήματα να ξοδεύσουν και ταλαιπωρίες να υποστούν οποιεσδήποτε και την ζωή τους να θυσιάσουν. Ή μήπως φαντάζεσαι” είπε “ότι η Άλκηστη θα βάδιζε χάριν του Άδμητου στον θάνατο και ο Αχιλλέας τον Πάτροκλο θ’ ακολουθούσε στον θάνατο, και ο Κόδρος ο δικός σας χάριν της βασιλείας των παιδιών του θα δεχόταν πρόωρο θάνατο, αν δεν πίστευαν ότι αθάνατη θα έμενε η ανάμνηση του ηρωισμού τους, αυτή που σήμερα εμείς διατηρούμε; Κάθε άλλο” είπε. “Αντίθετα νομίζω, χάριν της αθανασίας και της αξίας της προσωπικής τους και χάριν μεγαλοδόξου υστεροφημίας οι πάντες τα πάντα ενεργούν, όσο ανώτεροι είναι, τόσο περισσότερο. Διότι προς την αθανασία είν’ ο έρωτάς τους.
Όσοι λοιπόν” εξακολούθησε “εγκυμονούν κατά το σώμα, στρέφονται μάλλον προς τις γυναίκες και εξασκούν τον έρωτα κατ’ αυτόν τον τρόπον, εξασφαλίζοντες με την απόκτηση παιδιών για το μέλλον όλο, όπως φαντάζονται, αθανασία του εαυτού τους και υστεροφημία και ευδαιμονία. Όσοι αφ’ ετέρου εγκυμονούν στην ψυχή – γιατί υπάρχουν πράγματι άνθρωποι” είπε “οι οποίοι κυοφορούν στις ψυχές τους, πολύ περισσότερο παρά στο σώμα τους μέσα, όσα είναι πρέπον μια ψυχή και να κυοφορήσει και να γεννήσει. Και τι είναι αυτό το πρέπον; Φρόνηση και τα άλλα προτερήματα. Αυτών ακριβώς οι γεννήτορες είναι και οι ποιητές ανεξαιρέτως και από τους τεχνίτες όσοι θεωρούνται δημιουργικοί. Ασυγκρίτως δε ανωτέρα” είπε “και ωραιοτέρα μορφή φρόνησης είναι αυτή που ασχολείται με τη διαρρύθμιση των πόλεων και των σπιτικών, της οποίας το όνομα, ως γνωστόν, είναι σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Αυτά λοιπόν όταν εγκυμονεί κανείς από νεότητας στην ψυχή του και έχει φύση θεία, όταν έλθει η κατάλληλη ηλικία, αισθάνεται πλέον την επιθυμία να γεννήσει και ν’ αναπαραγάγει. Αναζητεί τότε και αυτός επίσης εδώ και εκεί το όμορφο, νομίζω, εντός του οποίου θα μπορούσε να γεννήσει. Ενθουσιάζεται λοιπόν με τα ωραία σώματα, περισσότερο παρά με τ’ άσχημα, αφού κυοφορεί, και αν τύχει να βρει μέσα ψυχή ωραία και αρχοντική και καλοκαμωμένη, ενθουσιάζεται τότε ζωηρά με τον συνδυασμό των δύο. Ενώπιον αυτού του προσώπου αμέσως είναι πλούσιος σε λόγους περί αρετής και περί του ιδεώδους και των καθηκόντων ενός ανωτέρου ανθρώπου, και δοκιμάζει να το εξυψώσει. Διότι με την επαφή, φαντάζομαι, προς το ωραίο πρόσωπο και με την επικοινωνία προς αυτό, γεννά και γονιμοποιεί όσα προ πολλού εγκυμονούσε, είτε κατά την παρουσία του, είτε κατά την απουσία του δια της αναπολήσεως εκείνου. Και ό,τι γεννά, το ανατρέφει από κοινού με εκείνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο φυλάσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι αυτού του είδους δεσμό πολύ στενώτερο από τον δεσμό των παιδιών και στοργή πολύ σταθερότερη. Γιατί και τα παιδιά τους τα κοινά είναι ωραιότερα και αθανατώτερα. Και κάθε άνθρωπος θα προτιμούσε ν’ αποκτήσει παρόμοια τέκνα μάλλον παρά σωματικά, όταν λάβει τον Όμηρο υπ’ όψη του και τον Ησίοδο και τους άλλους μεγάλους ποιητές: τους καμαρώνει, τι απογόνους αφήνουν πίσω τους, απογόνους που τους χαρίζουν αθάνατα και δόξα και όνομα, όπως και εκείνοι αθάνατοι είναι. Ή αν προτιμάς” είπε “ο Λυκούργος τι παιδιά αφήκε πίσω του στη Σπάρτη, της Σπάρτης σωτήρας και της Ελλάδας, θα έλεγα, όλης. Τιμές απολαμβάνει και ο Σόλων στην πόλη σας για την γέννηση της νομοθεσίας του, και ένα πλήθος άλλοι άνδρες σε πολλούς άλλους τόπους και του Ελληνισμού και των βαρβάρων, οι οποίοι παρουσίασαν πολλά ωραία κατορθώματα και γέννησαν κάθε είδος ανωτερότητας. Σε αυτούς και ιερά ήδη πολλά έχουν ιδρυθεί εξ αιτίας των απογόνων τους, ενώ για τα σωματικά τους παιδιά ποτέ σε κανέναν.
Σε αυτά μεν του Έρωτα τα μυστήρια θα ήταν ίσως δυνατόν και συ, Σωκράτη, να μυηθείς. Για την ανώτατη όμως μύηση και αποκάλυψη, χάριν της οποίας και αυτά γίνονται, εφ’ όσον ακολουθεί κανείς την ορθή οδό, δεν είμαι βέβαιη, αν θα είχες τις δυνάμεις. Οπωσδήποτε” είπε “εγώ θα σου τα εκθέσω και δεν θα υστερήσω σε καλή θέληση. Προσπάθησε τώρα και συ να με παρακολουθήσεις, αν μπορείς.
…και να με ακολουθήσεις…στο χορό και σε ένα ταγκό!
Η Κίντο απομακρύνθηκε κυνηγώντας ένα μαγικό ελάφι με χρυσά κέρατα και χάλκινες οπλές και ένας φτερωτός θεός πλησίασε κοντά μου με το Τόξο του, μια φαρέτρα
και με ρώτησε κοιτάζοντας με παιγνιδιάρικα
και σπινθηροβόλα κατάματα
και η καρδιά μου φτερούγισε τρελά.
Ξέρεις το μυστικό του;
Ποιο είναι το μυστικό του ;
Ποιο είναι το Τόξο;
Ε.Π
21 ος Αιών

1 σχόλιο:

  1. Ο έρωτας είναι αρσενικός
    και η αγάπη θηλυκή.
    Και αυτή είναι η μαγεία της Ελληνικής γλώσσας!
    Ξεχωρίζει το γένη , τις έννοιες, τις δράσεις τους
    και τις αντιδράσεις τους.
    - , + , γιακ γίν
    ο ποταμός και η λιμνοθάλασσα.

    Βέλος και Τόξο.
    Η γυναίκα λυγίζει καμπυλώνεται ξεγλιστράει, ελίσσεται, μεταβάλλεται
    Είναι το τόξο.
    Δύσκολο πολύ.
    Είναι πιο μαλακή πιο τρυφερή αλλά
    και πιο ανθεκτική δεν σπάει.
    Ο άνδρας είναι το βέλος σκληρός, αιχμηρός πολεμικός,
    σταθερός, αλύγιστος αλλά και πιο εύθραστος.
    Τα σκληρά σπάζουν εκτός αν ακονιστούν
    στην φωτιά και γίνουν μόνο βέλος ακτίνας φωτός.

    Λίο

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Γιατί δεν γίνεσαι η αλλαγή... που θέλεις να δεις στον κόσμο;